Οι διάβολοι ξύπνησαν φρέσκοι εκείνη την ημέρα. Είχαν ξεκουραστεί την προηγούμενη νύκτα, μετά από μια εξαντλητική εβδομάδα. Τα πράγματα στη κόλαση δεν πήγαιναν άσχημα, παρόλο που κανείς δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος. Μια σειρά από επιδόματα για την σκληρή εργασία που επιτελούσαν, τους χρύσωνε την αγανάκτηση που κάποιες στιγμές φούντωνε, αλλά ποτέ δεν έφτανε σε σημείο να παίρνει δραματικές διαστάσεις . Είχαν συνηθίσει να ζούνε με αυτή την αγανάκτηση και τις περισσότερες φορές φρόντιζαν να την εξαντλούν σε διαμάχες μεταξύ τους. Ένας άγριος ξυλοδαρμός ανάμεσα σε συμμορίες νεαρών διαβόλων, ένα μαχαίρωμα σε κάποια γωνία ενός σκοτεινού δρόμου, συμπλοκές με τις δυνάμεις που τους επιτηρούσαν. Κάποιες φορές μαζευόντουσαν πολλοί για να κτυπήσουν μια αντίπαλη περιοχή. Πράγματα συνηθισμένα, που στο τέλος καταντούσαν ανιαρά, αλλά είχαν την ικανότητα να εκτονώνουν το ποσοστό βίας που αναλογούσε στο καθένα και κυρίως να αποκαθιστούν στο τέλος την τάξη . Άλλωστε ποτέ κανένας δεν ισχυρίστηκε στη κόλαση, ότι αγαπούσε την ηρεμία και αυτό που στο απάνω κόσμο από την κόλαση ονόμαζαν ειρήνη και αγάπη μεταξύ των ανθρώπων. Αυτές ήταν λέξεις που στη κόλαση είχαν απαγορευτεί με αυστηρό νόμο, που οι ποινές του τρόμαζαν τους διαβόλους και όσοι από αυτούς τις ψιθύριζαν στα μουλωχτά έστω για να κάνουν πλάκα ή για να φανούν ότι ήταν μάγκες και αψηφούσαν τους νόμους, κινδύνευαν να μαχαιρωθούν επί τόπου από κοντινούς τους διαβόλους, που τους ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι όταν άκουγαν τις συγκεκριμένες λέξεις.
Τον ωμό ρεαλισμό των πραγμάτων τον εκτιμούσαν στη κόλαση ως αξία και ως προς αυτό υπήρχε συμφωνία και συναίνεση των διαβόλων. Γιατί αν δεν τηρείς τις αξίες, όποιες και αν είναι αυτές, η κοινωνία των διαβόλων θα διαλυόταν και αυτό δεν το ήθελε κανείς.
Έτσι λοιπόν εκείνη τη μέρα που οι διάβολοι σηκώθηκαν φρέσκοι και χορτασμένοι με ανακτημένη την καλή τους διάθεση για καινούργιες περιπέτειες κανείς δεν περίμενε κάτι το διαφορετικό, απλώς είχαν μια καλή διάθεση. Γρήγορα κατάλαβαν, ότι δεν θα ήταν μια μέρα σαν τις άλλες. Αρχικά διότι ήταν μια μέρα που ήταν φωτεινή. Στη κόλαση συνήθως οι μέρες δεν ήταν ποτέ φωτεινές. Δεν είχαν ποτέ καταλάβει το γιατί. Δεν τους ενδιέφερε. Όμως εκείνη η μέρα ήταν λαμπερή και αυτό δεν μπορούσε να το αγνοήσει κανείς. Στους δρόμους οι διάβολοι σχολίαζαν με περιέργεια το γεγονός, που τους έκανε μεγάλη εντύπωση. Από που ήρθε αυτό το φως , το έφτιαξαν οι μηχανικοί των επιτελείων τους για να τους ευχαριστήσουν γιατί είχαν κοπιάσει πολύ; Ή μήπως ερχόταν από κάπου αλλού;
Στη αρχή ήταν το φως που τους παραξένευε, έτσι δεν παρατήρησαν κάτι πλάσματα που ενώ ήταν ίδιοι με αυτούς ,όμως είχαν μια καθοριστική διαφορά. Δεν είχαν ουρές και τα μικρά κερατάκια που φύτρωναν στο κεφάλι των διαβόλων, για τα οποία ήταν πολύ περήφανοι.
Επειδή ήταν σχεδόν ίδιοι με αυτούς, οι ξένοι στη αρχή περνούσαν απαρατήρητοι. Άρχισαν να τους παρατηρούν, όταν ξεκίνησαν να σχολιάζουν το φως και μάλιστα με τρόπο που δεν ταίριαζε στη νοοτροπία και στο λεξιλόγιο των διαβόλων. Στη συνέχεια παρατήρησαν τις διαφορές τους και προς στιγμή σκέφτηκαν να τους σκοτώσουν επιτόπου. Κάποιοι από τους διαβόλους φάνηκαν πιο συγκρατημένοι και αναρωτήθηκαν ποιοι ήταν αυτοί οι ξένοι και του πως είχαν έρθει μια μέρα που ήταν τόσο φωτεινή. Αυτοί συγκράτησαν τις απειλητικές διαθέσεις των υπολοίπων και έτσι προσπάθησαν να δώσουν τον λόγο στους ξένους. Τραβήχτηκαν όμως παράμερα και έτσι διαπίστωσαν δύο πράγματα: Πρώτα, ότι οι ξένοι ήταν αρκετοί και δεύτερο ότι ήταν πολύ ήρεμοι. Ειδικά το δεύτερο στοιχείο τους εντυπωσίασε, διότι παρόλο που οι άγνωστοι ήταν σε εχθρικό περιβάλλον χαμογελούσαν και η ηρεμία τους είχε κάτι το καθησυχαστικό.
Το ζήτημα της φωτεινότητας της ημέρας αναγκαστικά μπήκε σε δεύτερη μοίρα και η περιέργεια των διαβόλων εστιάστηκε στους περίεργους αυτούς ξένους. Φάνηκε σαν ζήτημα που δεν σχετιζόταν με αυτούς, όμως για να είμαστε ειλικρινείς δεν ξέρουμε αν ήταν και ακριβώς έτσι.
Κάποιος από τους διαβόλους αποφάσισε να κάνει τις ερωτήσεις που απασχολούσαν όλους
-Ποιοι είστε ; ρώτησε επιθετικά, όπως ήταν ο σωστός τρόπος να απευθύνεται ένας διάβολος σε κάποιον που θεωρούσε εχθρό του.
Οι ξένοι δεν βιάστηκαν να απαντήσουν, πράγμα που ανέβασε τον εκνευρισμό των διαβόλων. Όταν δέησαν να απαντήσουν, είπαν :
-Αν και υπό διαφορετικές περιστάσεις αυτή η ερώτηση θα είχε απαντηθεί από μόνη της, θα δώσουμε την απάντηση, ότι είμαστε εσείς.
-Τι αηδίες λέτε; Δεν είσαστε σαν και μας, είστε ολοφάνερα διαφορετικοί. Δεν έχετε ουρά, ούτε κερατάκια, είπε ο διάβολος που έκανε τις ερωτήσεις
-Δεν είναι το ουσιαστικό αυτό, είπε κάποιος από τους ξένους. Είμαστε εσείς, έστω χωρίς ουρά και κερατάκια στο κεφάλι.
H απάντηση αυτή έφερε τρομερή αμηχανία στο σινάφι των διαβόλων. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλον με απορία, μπας και κάποιος από όλους να μπορούσε να καταλάβει την απάντηση των ξένων. Όμως κανείς δεν καταλάβαινε και αυτό τους εκνεύριζε. Έτσι σκέφτηκαν ότι δεν υπήρχε λόγος να το πολυσκέφτονται και αποφάσισαν να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα: να τους σκοτώσουν.
Κινήθηκαν απειλητικά προς τους ξένους, οι οποίοι περίμεναν ατάραχοι. Όσο και αν είσαι διάβολος δεν μπορείς να σκοτώσεις κάποιον εν ψυχρώ και μάλιστα όταν δεν αντιστέκεται καθόλου. Οι ξένοι στέκονταν εκεί και δεν έκαναν την παραμικρή κίνηση να υπερασπίσουν τον εαυτό τους. Παρακολουθούσαν κάπως απαθείς τις επιθετικές χειρονομίες των διαβόλων που με άγριες φωνές και τα στιλέτα στο χέρι τους πλησίασαν σε απόσταση αναπνοής.
Η σκηνή είχε κάτι το πολύ παράξενο. Κάτι έξω από τα ήθη της κόλασης. Δηλαδή αυτή η απάθεια των ξένων.
Όμως όσες παραξενιές είχε εκείνη η φωτεινή μέρα, με αυτή την περίεργη ομάδα των ξένων που είχαν εμφανιστεί από το πουθενά, κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος για εκείνο που θα συνέβαινε στη συνέχεια, που έμελλε να συζητιέται με πάθος για πολλά χρόνια στη κόλαση . Όπως ήταν φυσικό και συνέβαινε πάντα στα όλως περίεργα συμβάντα μέσα στο γνωστό και άγνωστο πανόραμα των κόσμων, οι φήμες οργίασαν, οι απόψεις έπαιρναν και έδιναν και όσοι διάβολοι ήταν παρόντες σε όσα διαδραματίστηκαν στη συνέχεια, ήταν στο κέντρο του ενδιαφέροντος. Μόνο οι άρχοντες της κόλασης κράτησαν μια διακριτική απόσταση και παρέμειναν σιωπηλοί, σαν να μην συνέβη τίποτα το σημαντικό. Είχαν τους λόγους τους.
Όμως τι συνέβη;
Όταν τα στιλέτα από τους εξαγριωμένους διαβόλους άρχισαν να κατεβαίνουν για να χτυπήσουν τους περίεργους αυτούς ξένους, εκείνοι σαν ένας άνθρωπος μίλησαν όλοι μαζί με ένα απόλυτο συγχρονισμό :
-Είμαστε εσείς !!
Μόνο αυτό είπαν και μετά χάθηκαν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ, αφήνοντας τους διαβόλους να κοιτούν αποσβολωμένοι τον άδειο αέρα.
Τόσο απλά. Τόσο φυσικά. Τόσο απρόσμενα. Τόσο μαγικά. Άφησαν πίσω τους μόνο εκείνη την καταραμένη φράση, που για τον επόμενο καιρό έπεσε σαν κεραυνός μέσα στα μυαλά των διαβόλων της κόλασης, σαν στοιχειό
-Είμαστε εσείς !!
Η ζωή στη κόλαση συνέχισε την πορεία της ,όπως συνεχίζεται φυσιολογικά σε όλες τις κολάσεις του σύμπαντος. Τα πράγματα δεν αλλάζουν τόσο εύκολα σε αυτές τις περιοχές.
Όμως ένα βράδυ που μια οικογένεια διαβόλων απολάμβανε το δείπνο της, μετά από μια κουραστική ημέρα, ένα παιδάκι ρώτησε με σοβαρό ύφος τους γονείς του
-Δηλαδή, μπορεί να υπάρχουν διάβολοι χωρίς κέρατα και ουρά και να είμαστε εμείς;
Οι γονείς δεν ξέρουμε τι απάντησαν στο διαβολόπαιδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου