Σελίδες

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Απολογισμοί.







We live as lost children,our adventures incomplete”
Ζούμε σαν χαμένα παιδιά, τις ανολοκλήρωτες περιπέτειες μας.”
Ουρλιαχτά προς χάριν του Σάντ” Γκυ Ντεμπόρ.


Σίγουρα δεν είδαμε “ επιθετικά σκάφη να καίγονται πέρα από τον Ωρίωνα” Ούτε “ακτίνες Γ να λάμπουν στο σκοτάδι κοντά στη Πύλη του Tannhauser”, ακόμα και οι πιο φλογερές φαντασιώσεις μας , πάντα είχαν το στίγμα μιας νοσηρής πραγματικότητας, που διάλεξε η εποχή μας για μας. Έτσι, οι περιπέτειες μας, είχαν τον στενό ορίζοντα του καταπιεσμένου, που προσπαθεί να σπάσει μόνο τις αλυσίδες, που του εγκλωβίζουν τα πόδια, αγνοώντας εκείνες που του δεσμεύουν τα χέρια ή που του κλείνουν τα βλέφαρα για να μην βλέπει τα κάγκελα που τον περιτριγυρίζουν.

Μια ιδιότυπη ορμή, που είχε την καταγωγή της, μέσα σε ιδέες για μια πιο πλούσια σε ελευθερία ζωή, που τα όρια της κανείς δεν είχε την διάθεση και την γνώση για να ορίσει, ήταν εκείνη που κινούσε τα βήματα μας. Χαμένοι, μέσα σε ένα κόσμο, που από καιρό είχε χαθεί, ανώνυμοι με δανεικά ονόματα, ψάχναμε μέσα στη νύκτα, εκείνο που φάνταζε σαν ανατολή. Ξεχωρίζαμε μέσα στα πλήθη που μας έπνιγαν, σαν οι ανόητοι μιας “εύφορης κοιλάδας”. Οι κοντινοί μας, ξέροντας ότι θα σπάσουμε πολύ σύντομα τα μούτρα μας, μας κοιτούσαν με περιέργεια και μερικές φορές με κάποια υποσυνείδητη ζήλια. Θα τους “στρώσει ο στρατός” έλεγαν ψιθυριστά μεταξύ τους . Όμως ούτε και αυτός μπόρεσε να κάνει το οτιδήποτε. Περάσαμε και δεν ακουμπήσαμε. Είμαστε τα τρελά παιδιά μιας τρελής εποχής, που ήθελε να ονειρευτεί το αδύνατο.

Ψάχναμε μέσα στα βιβλία την καταγωγή μας, διαβάζοντας όλους εκείνους που είχαν προϋπάρξει και σαν φλόγα μιας μυστικής αδελφότητας έκαιγαν τους αιώνες με τις ιδέες τους, μεταφέροντας το μήνυμα, με διαφορετικούς τρόπους . Γυναίκες και άντρες που για μας είχαν μια ηρωική διάσταση και ψελλίζαμε τα ονόματα τους με σεβασμό. Είχαμε και κάποιους που ήταν σύγχρονοι με μας, όμως πιο ταξιδεμένοι από μας.

Τα στέκια μας, οι πλατείες, τα πάρκα, ο δρόμος, ήταν μέσα στο κόσμο, αλλά ποτέ δεν μάζευαν όσους ήταν άσχετοι. Ίσως τους ξένιζαν οι μουσικές μας, τα ρούχα μας και η εμφάνιση μας. Πάντως, ποτέ δεν ήρθαν κοντά μας . Οι κουβέντες μας, είχαν ένα στοιχείο ακατανόητο για αυτούς. Μας θεωρούσαν ιδιότροπους, με εμμονές . Εξω-κοσμικούς.


Όταν έπεφτε η νύκτα, βγαίναμε στη γύρα. Αν το δούμε αντικειμενικά δεν κάναμε κάτι το ιδιαίτερο, αλλά ο έρωτας δεν έφευγε ποτέ από κοντά μας, ούτε η αναζήτηση για το περίεργο, όμως η νύκτα ήταν αγαπημένη και τις περισσότερες φορές την εξαντλούσαμε. Πολλές φορές , όταν τελείωνε αυτή η απέραντη νύκτα, άλλοι από μας πήγαιναν για ύπνο και άλλοι για δουλειά. Γιατί σχεδόν όλοι είχαμε το δικό μας σπίτι που ζούσαμε μαζί με του φίλους μας, γυναίκες και άντρες σε σχέσεις κάπως πολύπλοκες και ιδιαίτερες. Είναι δύσκολο να τις εξηγήσω.

Δεν ήταν όλα όμορφα στη περίεργη ζωή μας. Πολύ συχνά υπήρχαν προστριβές, αντιδικίες, μίση, ζήλιες και πάθη, διαφωνίες που έπαιρναν δυσανάλογη υπόσταση και που οδηγούσαν σε χωρισμούς. Εκεί ο υπόλοιπος κόσμος που αναγκαστικά κουβαλούσαμε μέσα μας , η πιο βαθιά και απροσπέλαστη αλλοτρίωση, μας έκανε να χάνουμε τον δρόμο μας και την αξιοπρέπεια μας. Αλλά και πάλι, πάντοτε πέφτεις και πάντοτε πρέπει να σηκωθείς στα πόδια σου. Είναι ένας συνεχής αγώνας για το ακατόρθωτο.

Ο χρόνος σε κείνες τις εποχές δεν έπαιζε και πολύ σημασία. Όμως τα χρόνια περνούν και οι συνθήκες αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουμε όλοι. Ένα κουβαράκι είμαστε με τα πάντα και τότε εμείς δεν το ξέραμε καλά αυτό. Έτσι κάποιες αλλαγές, που στο υπόλοιπο κόσμο ήταν γνωστές, για μας ήταν άγνωστες. Ίσως γιατί το παρόν που διαμορφώναμε με την ορμή μας, νομίσαμε ότι θα ήταν αιώνιο. Δεν ήταν έτσι και το πήραμε αυτό το μάθημα πικρά.
Έτσι οι χώροι μας αλώθηκαν από την πρόοδο, μουσικές μας έγιναν εμπορεύματα και πουλιόντουσαν χωρίς την ψυχή τους, τα σπίτια μας όλο και πιο πολύ έχαναν τους κατοίκους τους και σιγά-σιγά μετατράπηκαν σαν τα σπίτι από όπου είχαμε ξεκινήσει την ζωή μας. Οι όμορφες ιδέες μας για τον κόσμο άρχισαν να βάζουν νερά. Κάπου εκεί ήρθαν και οι πρώτοι απρόβλεπτοι θάνατοι δικών μας προσώπων. Φίλοι μας πέθαιναν, γονείς πέθαιναν, από διάφορες ουσίες άνθρωποι μας πέθαιναν. Η ζωή, μας περίμενε στη γωνία, δείχνοντας ένα άλλο πρόσωπο. Δεν μας ενθουσίασε αυτή η πλευρά της. Μοιραίως.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά , επιβεβαιώνοντας την ρήση του “ενός κακού μύρια έπονται” εμφανίστηκε και κάτι άλλο. Από το “μην δουλεύετε ποτέ” , περάσαμε στο “δουλεύετε συνεχώς και αδιαλείπτως”. Η κοινωνία είχε εξαντλήσει την υπομονή της με την πάρτι μας και αποφάσισε να ρίξει στο τραπέζι τα βαριά της όπλα. Το σθένος φαίνεται στα δύσκολα. “Μασάει η κατσίκα ταραμά ; Μασάει και φτύνει και το κουκούτσι.”. Έτσι λοιπόν δεν μασήσαμε ούτε εκεί. Με τις απώλειες μας βέβαια για να είμαστε και ειλικρινείς. Το σύστημα ρίχνοντας το βασικό του όπλο στο αγώνα εναντίον μας, πίστευε ότι θα καθυποτάξει την αντίσταση μας. Όμως το σύστημα λαθεύει, αν πιστεύει ότι η πραγματική ανάγκη για ένα διαφορετικό κόσμο, μπορεί να καθηλώσει τους ανώνυμους αυτού του κόσμου μέσω της μισθωτής εργασίας. Αντιθέτως, βαθαίνει την κριτική εναντίον του. Όσο ο κόσμος παγώνει μέσα από την εξαθλίωση της μισθωτής εργασίας, άλλο τόσο στρατιές μισθωτών αποκτούν συνείδηση της εξαθλίωσης τους. Άρα, οι λίγοι κάποια στιγμή γίνονται πολλοί.

Το παλιό πνεύμα και οι σχέσεις που μεγαλώνουν μέσα του είναι πολύ δύσκολο να χαθούν. Μάθαμε να ζούμε και μέσα τις αλλοιώσεις που έφερναν τα χρόνια και η μερικές φορές η ελαστική μας συνείδηση, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο. Καινούργιοι όροι και καινούργιες εμβαθύνσεις πλούτισαν το λεξιλόγιο και την σκέψη. Οι αναζητήσεις έγιναν όλο και περισσότερο εσωτερικές. Η περιπέτεια στο δρόμο έχασε κάτι από την αίγλη της, ο έρωτας μπερδεύτηκε περισσότερο με την αγάπη, η ζωή μέσα στο σύστημα έγινε όλο και περισσότερο ανόητη. Ότι ανεβαίνει κάποτε θα περάσει την κάμψη του. Όμως η παλιά φλόγα ποτέ δεν χάθηκε εντελώς, με το ένα ή τον άλλο τρόπο παρέμενε ανικανοποίητη.

Τα χρόνια περνούν και κάποια στιγμή διαπιστώνεις ότι μεγάλωσες . Τα πράγματα που έχεις ζήσει μακραίνουν και γίνονται “δάκρυα μέσα στη βροχή”. Σε κάποιες τέτοιες στιγμές από κάποια γωνίτσα της ύπαρξης σου σκάει το κεφαλάκι ενός ερωτήματος : η περιπέτεια έχει τελειώσει ; Είσαι ακόμα εκείνο το “χαμένο παιδί” που έχει την ορμή να παλέψει για κείνο που πάντα λίγοι ψιθυρίζουν στη καρδιά τους ; Ή είσαι το παιδί που χάθηκε στη δίνη του κόσμου ;

Είμαστε μια στιγμή μέσα στη απέραντη αιωνιότητα. Στη πραγματικότητα δεν έχουμε τίποτα δικό μας, όλα μας δωρίζονται για κάποια διάστημα. Δεν μπορούμε πολύ συχνά να αξιολογήσουμε την αξία αυτών των δώρων. Τους συμπεριφερόμαστε σαν να είναι δικά μας. Δεν είναι όμως έτσι. Στη ουσία το μόνο που έχουμε είναι η κηλίδα που θα αφήσουμε από το πέρασμα μας και που συνίσταται σε αυτό που αισθανόμαστε σε αυτό που σκεφτήκαμε και σε εκείνο που εντέλει θα πράξουμε Σε αυτό το επίπεδο το οτιδήποτε μετράει. Τα λάθη και τα σωστά, η χαρά και ο πόνος, η αδράνεια και συμμετοχή.


Ευγνώμων μπορεί να είναι κάποια ή κάποιος που έζησε με σθένος την εποχή του. Που έκανε το καλύτερο για τον εαυτό του, τους άλλους και την κοινωνία που μέσα της έζησε. Που όταν μετρηθεί, το καλύτερο του κομμάτι δεν θα είναι έξω από την ζυγαριά, αλλά θα είναι ολόκληρος επάνω της.

Η περιπέτεια δεν σταματά ποτέ. Μπορεί να αλλάζει τα πρόσωπα της συνέχεια, μπορεί να κρύβεται κάποιες εποχές σε σκοτεινά μέρη, όμως κοσμεί με την παρουσία της τον κόσμο. Είναι  η γλαφυρο-τραγική υπενθύμιση ότι η ζωή είναι ένα αιώνιο παιγνίδι και εμείς οι παίκτες που θα δοκιμάσουν τις δυνάμεις μας μέσα της.

Μέχρι την τελευταία αναπνοή, θα είμαστε παρόντες στη περιπέτεια της ζωής, ευγνωμονώντας στο θαύμα της !!!










Το Αναπάντεχο μέσα στη Ζωή.

  Ενώ όλα κυλούσαν ομαλά, σε μια αδιατάρακτη τάξη ...υπολογισμένα ...όπως τα είχε ρυθμίσει ή έτσι όπως νόμιζε ότι τα είχε ρυθμίσει … ξαφνικ...