Σελίδες

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Σκοτεινές καλοκαιρινές νύκτες.




Υπήρχε μια εποχή, κάπως μακρινή, που η Αθήνα δεν ήταν η θλιβερή πόλη που είναι σήμερα. Τα καλοκαίρια της και οι χειμώνες της διατηρούσαν ακόμα την ζωντάνια τους, την ζωντάνια που μεταδίδουν στη πόλη οι ζωντανοί άνθρωποι, που θέλουν να ζήσουν την ζωή τους, νοιώθοντας να αναπνέουν ένα σχετικά ελεύθερο αέρα, που δεν είχε ακόμα μολυνθεί από την μιζέρια και την κατήφεια. Ανθρώπων, που δεν ήταν ακόμα πνιγμένοι μέσα στα ατελείωτα χρέη και τις έγνοιες, στη έλλειψη της ελπίδας.

Μια εποχή, που είναι αλήθεια, ότι έτρεφε μέσα στους κόλπους της, τις μελλοντικές ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, αλλά βγαίνοντας από ένα σκοτεινό τούνελ, νόμιζε ότι μπορούσε να το αφήσει πίσω της και να ατενίσει για λίγο, κάτι πιο φωτεινό. Μια εποχή, που ακόμα, οι σχέσεις διατηρούσαν την αίγλη τους και δεν ήταν μιασμένες ολοσχερώς από την αδιάκοπη τρέλα της καθημερινής επιβίωσης. Μια εποχή που ήθελε να ζήσει και όχι να μαραζώσει.

Σε αυτή την εποχή, λοιπόν, οι πλατείες ήταν συνεχώς γεμάτες από κόσμο, που χαμογέλαγε και συζητούσε για την ζωή του. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εύκολα , την μέρα από την νύκτα, μια που η ζωή ήταν διαρκώς παρούσα και οι άνθρωποι δεν ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, έχοντας διαρκώς τον φόβο στα μάτια τους. Σίγουρα δεν ήταν η ιδανική εποχή, με τους ιδανικούς ανθρώπους, αλλά μόνο όταν έχεις δει τα χειρότερα, δεν μπορείς παρά να την νοσταλγήσεις.

Η ιστορία που θέλω να αφηγηθώ, αφορά δύο νεαρούς εκείνης της εποχής. Ήταν κολλητοί φίλοι, αυτό που λέμε αδελφικοί. Ζούσαν, αμφισβητούσαν, αντάλλασσαν τις εμπειρίες τους από τον κόσμο, για τις γυναίκες που γνώριζαν. Άνοιγαν την σκέψη τους σε διαδρομές περίεργες, αλλά συναρπαστικές. Είχαν τον κύκλο τους, που ήταν οπωσδήποτε στο ίδιο μήκος κύματος και έκαναν την μέρα νύκτα και την νύκτα μέρα. Παράλληλα δούλευαν. Η ζωή τους είχε ένταση, άλλοτε βουβή, άλλοτε ηχηρή. Ήθελαν να ρουφήξουν την εποχή τους, ήταν νέοι, μην το ξεχνάμε. Είχαν και τις διαφορές τους, όπως όλοι. Επειδή δεν ξέρουμε αν θέλουν να μαθευτεί η ιστορία τους,- δεν τους ρωτήσαμε,αν και θα έπρεπε,-ας μας συγχωρέσουν. Θα τους αναφέρουμε με ψευδώνυμα. Ήταν ο Καλβακάντι και ο Μπαλτάσαρ. Οι μικροί μας ήρωες δεν έχουν καμία σχέση με τους πραγματικούς κατόχους των ονομάτων με τα οποία τους βαφτίσαμε.
Ήταν μια καλοκαιρινή νύκτα. Πολύ ζεστή. Ο χώρος που διαδραματίζεται η ιστορία μας είναι ένα μπαρ σε μια συνοικία της Αθήνας. Μιας Αθήνας, που και εκείνο το βράδυ είναι στο δρόμο. Οι δύο φίλοι πίνουν μπύρες για να δροσιστούν. Η συζήτηση έχει ανάψει. Γιατί η μπύρα χωρίς σοβαρή συζήτηση, χάνει την γεύση της, αλλά και η συζήτηση θέλει το βοήθημα της για να έχει ρυθμό.

-Αυτό που λες δεν ισχύει, έλεγε ο Μπαλτάσαρ. Ο κόσμος, κάποια στιγμή πρέπει να αλλάξει. Τι και αν όλες οι απόπειρες μέχρι τώρα έχουν αποτύχει ; Δεν θα είναι πάντα έτσι. Μπορεί οι αντίπαλοί μας, οι ιδιοκτήτες αυτού του κόσμου, να φαίνεται ότι κατέχουν καλύτερα τα μυστικά του, όμως η κοινωνία είναι καθαρό, ότι νοσεί βαθιά. Αυτό δεν μπορεί να κρατήσει αιώνια. Το “ψέμα έχει κοντά ποδάρια” που λέει και η παροιμία, ο χρόνος του είναι μετρημένος. Άλλωστε, όλα εξαρτώνται από την στάση μας και το πόσο είμαστε διατεθειμένοι να υποστηρίξουμε όλη αυτή την ιστορία μέσα στη ζωή μας με την πράξη μας.
- Πάλι αυτή η ιστορία με την επανάσταση μέσα στη καθημερινή ζωή. Έχεις φάει χοντρό κόλλημα με αυτούς τους “περίεργους”. Σου έχουν πάρει τα μυαλά με τις θεωρίες τους, αντέταξε ο Καβαλκάντι.
- Δεν είναι θεωρίες, το ξέρεις καλά, τον διέκοψε ο Μπαλτάσαρ. Μη με ξενερώνεις!! Αφού κάνουμε πράγματα. Φύγαμε από τα σπίτια μας, ζούμε μια διαφορετική ζωή, σε σπίτια με άλλους ανθρώπους, κάνουμε ελεύθερα έρωτα, είμαστε μέρος του κινήματος. Γιατί τα υποτιμάς όλα;
- Δεν υποτιμώ τίποτα, Μπαλτάσαρ, απλώς δεν είμαι τόσο συναισθηματικά φορτισμένος, όπως είσαι εσύ. Νομίζω η φόρτιση σου σε κάνει να μην βλέπεις άλλες όψεις του κόσμου, που και αυτές είναι υπαρκτές. Η μεγάλη μάζα της κοινωνίας δεν ενδιαφέρεται για όλα αυτά. Την δουλίτσα της κοιτάει και να περνάει καλά. Ο κόσμος δεν θέλει να πριονίσει την κολώνα, που κρατάει το οικοδόμημα, που στέκεται πάνω από το κεφάλι του. Παίρνουμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ποτέ δεν έδωσε πολύ εμπιστοσύνη σε “τρελούς”,που ήθελαν να την αλλάξουν. Η πραγματικότητα θέλει να πατάει σταθερά και να μην ξανοίγεται σε άγνωστα νερά. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ζώο, που ξέρει, ότι θα πεθάνει. Αυτό είναι το βασικό του μέλημα. Είτε να το ξεχνάει, είτε να προσπαθεί να το αποφύγει. Σε όσα λες, βλέπει κίνδυνο και αυτός ο κίνδυνος τον παραπέμπει κατευθείαν στο φόβο του για τον θάνατο. Γιαυτό ασχολείται με τις θρησκείες και ψάχνει να βρει την άκρη του.
-Πάλι αυτή η ιστορία με το θάνατο και τις θρησκείες είπε εκνευρισμένος ο Μπαλτάσαρ. Τα χρησιμοποιείς όταν θέλεις να με ξενερώσεις. Νομίζεις ότι έτσι θα με κάνεις πιο ρεαλιστή ; Πρώτα η επανάσταση και μετά θα ασχοληθούμε με τον Θεό. Πρώτα, πρέπει να αλλάξει ο κόσμος και αφού φτιάξουμε την κοινωνία, μετά θα ασχοληθούμε με το βαθύ πνεύμα. Δεν πρέπει να υπηρετούμε άλλο , ούτε θεούς, ούτε αφέντες.

Ενώ οι δύο φίλοι λογομαχούσαν για τα θέματα που θεωρούσαν πολύ βασικά για την ζωή τους, τα γύρω τραπεζάκια έπιναν τα ποτάκια τους χαριτολογώντας και φλερτάροντας. Λίγο τους απασχολούσε το τι συζητούσαν και ίσως αν άκουγαν την συζήτηση τους , να τους απασχολούσε ακόμα λιγότερο. Μάλιστα, ίσως, και να τους κατηγορούσαν, που αντί να απολαμβάνουν την όμορφη νύκτα τους, βάραιναν τις καρδιές τους με συζητήσεις ανιαρές. Που να φανταζόταν την συνέχεια....

- Ώρες, ώρες γίνεσαι φρικτά αντιδραστικός είπε ο Μπαλτάσαρ, προσπαθώντας να συνεχίσει την αντιπαράθεση τους....
-Μην το συνεχίζεις, σε παρακαλώ, του είπε ο Καλβακάντι, απόψε βαριέμαι φρικτά, δεν έχω όρεξη για τέτοιες κουβέντες. Αρκετά με τις συζητήσεις. Πρέπει να κάνουμε κάτι το διαφορετικό.
- Τι διαφορετικό ; είπε ξενερωμένος ο Μπαλτάσαρ.
-Αν ήξερα, θα σου το έλεγα είπε ο φίλος του. Κάτι διαφορετικό. Κάτι για να “σπιντάρουμε”

Ο Μπαλτάσαρ είδε το βλέμμα του φίλου του και “τσιτώθηκε”. Το καταλάβαινε αυτό το βλέμμα, προμήνυε προβλήματα. Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του και έμεινε σιωπηλός.

- Ένα θέμα που με απασχολεί, είπε ο Καλβακάντι, είναι τι αντοχή έχουμε στο πόνο. Όλα όσα συζητάμε, ποτέ δεν συμπεριλαμβάνουν την αντοχή στο πόνο. Σκέψου όσους βασανίσθηκαν για τις ιδέες τους. Τι τράβηξαν !! Εμείς που φιλοσοφούμε, έχουμε κάποια αντοχή, αν ποτέ για να υποστηρίξουμε τις ιδέες μας, μας βασάνιζαν ;
- Τι θέλεις δηλαδή να κάνουμε για να δοκιμάσουμε την αντοχή μας; Αυτά τα βλέπεις την στιγμή που γίνονται, όχι από πριν, είπε ο Μπαλτάσαρ.
-Μην το λες, μην το λες, απάντησε ο Καλβακάντι. Σκέφτηκα κάτι, είπε, έχοντας ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
-Δηλαδή ; είπε ο φίλος του.
-Τι θα έλεγες, αν καίγαμε με τσιγάρο το χέρι μας ; Αντοχή στη φωτιά.

Ο Μπαλτάσαρ τον κοίταξε με βουβή ένταση. Ο φίλος του τον προκαλούσε. Θα ανταποκρινόταν στη πρόκληση ή θα έκανε πίσω ; Ο Καλβακάντι πήγαινε την αντιπαράθεση ένα βήμα πιο κάτω. Τέσταρε τον Μπαλτάσαρ, αλλά τέσταρε και τον ίδιο. Με κάποιο τρόπο προσπαθούσε να καταλάβει αν οι κουβέντες είχαν βάρος, ή ήταν λόγια του αέρα. Δεν μπορούσε να μην δεχτεί. Κάτι οι μπύρες, κάτι η τρέλα που κουβαλούσαν, κάτι ο εγωισμός των νιάτων, δέχτηκε την πρόταση του φίλου και άναψε ένα καινούργιο τσιγάρο.

Παρήγγειλαν άλλες δύο μπύρες από to γκαρσόνι. Κοιτάχτηκαν,συναινώντας βουβά. Ο Μπαλτάσαρ θα έκανε την αρχή. Έφερε την καύτρα του τσιγάρου κοντά στο χέρι του και ένοιωσε την θέρμη της φωτιάς να του καίει τις τρίχες. Ανατρίχιασε και ένοιωσε τον φόβο να κόβει βόλτες στη πλάτη του, όμως, ακούμπησε το τσιγάρο στο δέρμα του,νοιώθοντας αρχικά σαν να τον ακούμπησε πάγος. Στη συνέχεια, ήρθε ο πόνος, όχι αφόρητος, αλλά αρκετά έντονος. Κοίταξε τον Καλβακάντι με χαμόγελο ικανοποίησης ,τώρα ήταν η σειρά του.

Ο φίλος του πήρε το τσιγάρο και ακολουθώντας την ίδια διαδρομή έπραξε τα ίδια. Κοιτάχτηκαν. Η αρχή είχε γίνει. Ήρθαν οι μπύρες που είχαν παραγγείλει. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα από τα γύρω τραπέζια. Ήταν σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει. Γέμισαν τα ποτήρια τους και ρούφηξαν μια γερή γουλιά. Δεν μιλούσαν, κοιτούσαν τα μικρά σημάδια από το κάψιμο στα χέρια του με περιέργεια και σχεδόν ταυτόχρονα, σαν να είχαν συνεννοηθεί, ότι το παιχνίδι θα είχε συνέχεια, επανέλαβαν την διαδικασία με λιγότερους δισταγμούς αυτή τη φορά. Άλλο ένα κόκκινο σημάδι , δίπλα στο προηγούμενο. Ο πόνος αυτή την φορά μεγαλύτερος, δύο πόνοι σε ένα.

-Αντέχεις; ρώτησε ο Καβαλκάντι.
-Βέβαια αντέχω, απάντησε ο Μπαλτάσαρ, ήταν να μην γίνει η αρχή. Μάλιστα, σου έχω και την συνέχεια. Θα ενώσουμε τα χέρια μας και θα βάλουμε ένα τσιγάρο ανάμεσα,για να δούμε ποιος θα αντέξει περισσότερο. Γουστάρεις εντάσεις; να μια καλή !!!
- Εδώ μέσα στο κόσμο, μαλάκα, θα μας πάρουν χαμπάρι.
-Ας μας πάρουν.

Άλλος ένας γύρος μπύρες, προετοιμασία για το επόμενο επίπεδο. Εσωτερικοί δισταγμοί, ανομολόγητοι, οι καρέκλες ήρθαν στη σωστή θέση, για να μπορέσουν να είναι βολικά. Ένα φρέσκο, καινούργιο τσιγάρο άναψε, το έβαλαν εκεί που ενώνονται τα χέρια Η καύτρα άρχισε να τρώει σάρκες. Αυτή τη φορά ο πόνος ήταν οξύς και αφόρητος. Τα σώματα σφίχτηκαν για να αντέξουν τον πόνο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε ο πόνος ήταν πολύ μεγαλύτερος. Ποιος θα τραβούσε πρώτος το χέρι του ; Κανείς δεν το τράβηξε. Τι μούρλα ,θεέ μου. Πονάω,πονάμε πολύ. Το τσιγάρο ήταν σχεδόν στη μέση, όταν και δύο σαν να είχαν συνεννοηθεί τράβηξαν τα χέρια του ξεφυσώντας . Κάποιοι, από τα γύρω τραπέζια, άρχισαν να παίρνουν χαμπάρι, ότι κάτι συνέβαινε. Αδιαφόρησαν. Ένας καινούργιος γύρος μπύρες. Ανάπαυλα. Προσωρινή ανακωχή.

-Αισθάνομαι να καίω, είπε ο Μπαλτάσαρ. Σού έχω κάτι για το τέλος. Ωραία τα καψίματα στα χέρια, αλλά το χέρι είναι ανθεκτικό. Ίσως, θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα κάψιμο στο στήθος. Ο ένας στο στήθος του αλλουνού. Εκεί το δέρμα είναι πολύ ευαίσθητο. Κάτι σαν σημάδι αδελφοποίησης. Τι λες ;
-Χμ, ένευσε ο Καλβακάντι. Θα πονέσουμε πολύ, να το ξέρεις. Ποιος θα το κάνει πρώτος στον άλλον ;
- Εσύ σε μένα, είπε ο Μπαλτάσαρ, και μετά εγώ σε σένα.
-Εντάξει.

Ο Καλβακάντι άναψε ένα καινούργιο τσιγάρο. Τα μάτια του άστραψαν, πλησίασε τον φίλο του και έσβησε το τσιγάρο πάνω στο στήθος του. Το κράτησε εκεί για λίγο και κατέβασε το χέρι του. Ο πόνος πάνω στο στήθος του Μπαλτάσαρ ήταν πολύ έντονος και οξύς. Βόγκηξε. Βαθιά ανάσα για να πάρει δύναμη. Χαμογέλασε ικανοποιημένος, είχε αντέξει. Όταν πήρε το σιγάρο στο χέρι του, όμως, στάθηκε αμήχανος. Έπρεπε τώρα να προκαλέσει ο ίδιος πόνο ,όχι απλά να τον δεχτεί. Αυτό του ήταν δύσκολο,πολύ δύσκολο.

-Μήπως πρέπει να σταματήσουμε, είπε, μου είναι δύσκολο.
-Μην είσαι μαλάκας, ότι αρχίζεις να το τελειώνεις.

Ο φίλος του τον κοίταξε αγριεμένα και παραδόξως αυτό τον ξεμπλόκαρε. Οι αναστολές του για μια στιγμή χάθηκαν και ακούμπησε το τσιγάρο στο στήθος του φίλου του. Η σάρκα κάηκε, τα μάτια του Καλβακάντι έκλεισαν από τον πόνο. Η στιγμές που επακολούθησαν ήταν σιωπηλές, αλλά είχαν μια ιερότητα. Ένοιωσαν, ότι είχαν κάνει κάτι σημαντικό. Στα μάτια ενός τρίτου,πιθανά, όλο αυτό να φάνταζε σαν μια σκοτεινή τρέλα, μια τάση καταστροφής, ένας μαζοχισμός. Στα μάτια των δύο φίλων, αυτή η φάση είχε ένα νόημα ,που μόνο οι δυο τους μπορούσαν να κατανοήσουν και μάλιστα δίχως λόγια. Μια σιωπηλή κατανόηση, ένα βαθύτερο δέσιμο, με κάποιο τρόπο είχαν γίνει κάτι περισσότερο από φίλοι. Είχαν επιδιώξει να φύγουν από την ανία της στιγμής και μέσα από την πράξη τους ,είχαν οδηγηθεί σε κάτι, που τους οδήγησε σε ένα διαφορετικό δέσιμο. Ένα σημάδι στο στήθος, μνήμη μια σκοτεινής καλοκαιρινής νύκτας.

Πλήρωσαν και έφυγαν από το μπαρ. Η νύκτα δεν είχε τελειώσει ακόμα, θα είχε συνέχεια....Μια συνέχεια που δεν θα την μάθουμε τώρα, πιθανά, μια άλλη φορά.

Το πρωί, τους βρήκε δίπλα στη θάλασσα, με υψηλό πυρετό. Τα σώματα τους εξαντλημένα από την ταλαιπωρία, που τα είχαν υποβάλλει την προηγούμενη νύκτα, ζητούσαν να αποβάλλουν την φωτιά που είχε συσσωρευτεί μέσα τους. Πονούσαν, αλλά μια παράξενη ικανοποίηση, ήταν απλωμένη στα πρόσωπά τους. Δεν μιλούσαν, κοιτούσαν την θάλασσα, επαναπαυμένοι στη θαλπωρή της πυρετώδους ύπαρξη τους !!!!


3 σχόλια:

  1. μεσα μου κατι λέειομως πως κι αυτό θα περασει και τιποτα δε θα μεινει στην επιφανεια ενος πλανητη που υπηρξε καταφυγιο-κολαστήριο σκοτεινων ψυχων η ισως καλυτερα του σκοτεινου κομματιου καποιων ψυχων. μια φωνη αισιοδοξιας για καποιους μια φωνη μαυρη για αλλους το λέει αυτο. η δικη μου η φωνη μετεωριζεται καπου εκει. η γλωσσα δε φτανει για να μεταδοσει τετοιες εμπειριες. η εναποθεση τους στο χαρτι η στην οθονη ηχει σαν παραδοξο νοημα. σημαινει κατι αλλα δε μπορουμε να το πουμε η γραψουμε. ετσι γραφεις το περιγυρο, περιγραφεις τα τριγυρω του πραγματος μονο. κι οποιος καταλαβει. καταλαβει οχι με την εννοια της επιστημονικης γνωσης αλλα της βιωματικης μθεξεης στο αμεθεκτο της εμπειριας. το μονο που απομενει ειναι να το ζησουμε. να ζησουμε. ευχαριστω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστώ για το όμορφο σχόλιο σου !!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Το Αναπάντεχο μέσα στη Ζωή.

  Ενώ όλα κυλούσαν ομαλά, σε μια αδιατάρακτη τάξη ...υπολογισμένα ...όπως τα είχε ρυθμίσει ή έτσι όπως νόμιζε ότι τα είχε ρυθμίσει … ξαφνικ...