Σελίδες

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Μικρή εξομολόγηση.



Είναι πρωί και ο ήλιος λάμπει. Ένα ελαφρό αεράκι, αρκετά παράξενο για την εποχή, είμαστε καταμεσής του καλοκαιριού, κάνει την ζέστη υποφερτή. Υπάρχει μια κραυγαλέα αντίθεση ανάμεσα στη μαγεία του φυσικού περιβάλλοντος και στη κοινωνική ατμόσφαιρα. Σε αυτό είμαι προνομιούχος, στο να ζω σε μέρος, που έχει ακόμα μια κάποια σχέση με την φύση. Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος που τον συγκινούσε η φύση. Αυτό με κάποιο τρόπο, που δεν κατάλαβα πως έγινε, άλλαξε. Η πόλη πλέον μου προκαλεί ασφυξία. Η κίνηση, ο θόρυβος, το κυνήγι της κατανάλωσης,τα φανάρια, τα αυτοκίνητα, τα άκομψα κτίρια που κολλάνε το ένα δίπλα στο άλλο, με την μιζέρια και την φτώχεια να ξεχειλίζει από τα μπαλκόνια τους, μου δημιουργούν κατάθλιψη. Για χρόνια έχω ζήσει σε τέτοια σπίτια και δεν  είχα αυτό το αίσθημα. Αντίθετα. Τι άλλαξε και τώρα όλα μου φαίνονται τόσο απωθητικά ; Αλλά και οι άνθρωποι δεν πάνε πίσω σε αυτό το τραγικό ντεκόρ. Νευρικά περπατήματα με τα κινητά κρεμασμένα στα αυτιά τους, βλέμματα άδεια που έχουν ξεχάσει τι θα πει χαρά, μια που η μοναδική τους επικοινωνία είναι η βουβή επικοινωνία ενός διάχυτου φόβου, για το σήμερα και για το αύριο. Τώρα που οι μάσκες λόγω του φόβου της επιδημίας είναι στυλ , νομίζεις ότι ζεις την νύκτα των ζωντανών νεκρών, υπό το φως του ήλιου και του πεντακάθαρου ουρανού. Κανείς δεν κοιτά ψηλά πια. Ο ουρανός δεν επηρεάζει τα ανθρώπινα όντα, που έχουν μάθει καλά το μάθημα της καταπίεσης των ίδιων τους των ενστίκτων, που η επιβίωση έχει καταλάβει το είναι τους . Πως γίναμε έτσι ; Ή πάντα είμαστε έτσι και δεν το καταλαβαίναμε ; Θα απαιτούσε μια ώρα μέσα στη απόλυτη σιγή πιθανόν για να αντιλαμβανόμαστε όσα έχουμε χάσει , όσα έχουμε γίνει και δεν καταλάβαμε το πως γίναμε , για το ότι είμαστε στη άκρη ενός γκρεμού, αλλά χαριεντιζόμαστε με τις ανοησίες που μας ταΐζουν και ταΐζουμε και οι ίδιοι τους εαυτούς μας. 


Ποτέ δεν μας λείψανε οι ιδέες, οι ουτοπίες, οι αναφορές σε ένα διαφορετικό κόσμο. Ποτέ δεν μας λείψανε τα βουνά και τα δένδρα, η θάλασσα που δρόσιζε τα κορμιά μας και τα ηλιοβασιλέματα. Ποτέ δεν μας λείψανε τα σφοδρά ερωτικά ακουμπήματα , όταν ο ήλιος χάραζε την επόμενη ημέρα και ένα αχνό μπλε, έκανε τις κουρτίνες αυτού του κόσμου να θροΐζουν, έτοιμες να αποκαλύψουν την μαγεία αυτού που υπάρχει στο Μετα-κόσμο. Αυτό που μας έλειψε ήταν να πιστέψουμε ότι είμαστε ικανοί για το διαφορετικό και όχι για την εξαθλίωση που καταδικάσαμε τις ζωές μας. Γενιές επί γενεών χάθηκαν μέσα στο βούρκο μιας λήθης , ενός μακάριου ύπνου, μέσα στη ασελγή γοητεία του τετριμμένου. Υπήρχαν τα γεμάτα προσδοκία βλέμματα των γονιών μας και δικών τους γονιών και των δικών τους γονιών, που χάνονται στα βάθη του χρόνου, αυτά τα γεμάτα προσδοκία βλέμματα, ότι η καινούργια γενιά θα έσπαγε επιτέλους την κατάρα μιας υποδούλωσης, στη φτώχεια της ζωής, όχι μόνο της υλικής φτώχειας, αλλά της πνευματικής. Ποτέ δεν έχει έρθει η ανθρώπινη άνοιξη. Χειμώνες ζούμε. Τους χειμώνες ενός πνεύματος που περιμένει την άνοιξη της ψυχής του.

Ξεκομμένοι λοιπόν από την φύση, τη επικοινωνία και από το Ιερό, έχουμε μείνει με μόνη συντροφιά την ιδιωτεία μας και τα κλιματιστικά. Οι αρχαίοι θα μας κοιτούσαν με συμπόνοια, όμως αυτοί δεν είχαν κινητά τηλέφωνα, ούτε τηλεοράσεις και αυτοκίνητα. Ο παππούς μου είχε ένα στάβλο με δύο άλογα γιατί ήταν παγοπώλης με σούστα, που μοίραζε τον πάγο στα σπίτια. Μερικές φορές μου έρχεται ακόμα η θύμηση από την μυρωδιά του στάβλου. Ήταν μεγάλη χαρά να με πηγαίνει βόλτα με την σούστα, που την έσερναν τα άλογα και να μου δίνει να κρατάω τα γκέμια. Τώρα βέβαια, επειδή εξελίχτηκα, κρατάω το τιμόνι μιας μηχανής περιστοιχιζόμενος από πλαστικές πόρτες και αισθάνομαι άρχοντας του δρόμου, που ακούει την μουσική του, που έχει αποθηκεύσει στο στικάκι. Κοιτάω τους άλλους από τα διπλανά αμάξια, που δεν τους ξέρω και δεν θα τους μάθω και ποτέ. Έχω ένα φίλο, που τον λένε Γιάννη, κάθε φορά που με πιάνει νοσταλγία , με κοροϊδεύει. Τσαντίζεται με τους “γιαθυμισέους”, έτσι μας αποκαλεί εμάς που θυμόμαστε τα παλιά. Βέβαια έχει κάποιο δίκιο, μια που το παρελθόν έφυγε και δεν θα επιστρέψει ποτέ πια. Όταν μόνιμα νοσταλγείς, είναι σαν να μην ζεις καθόλου το παρόν. Μερικές φορές σκέφτομαι, μήπως είμαι ζωντανός, αλλά είμαι και λίγο πεθαμένος ; Μια που συχνά έχω νοσταλγίες, αρκετά συχνά. Δεν ξέρω, πρέπει να το μιλήσω με τον Γιάννη. Πιθανόν αυτός να ξέρει καλύτερα.

Φέτος το καλοκαίρι είχα για μια ακόμα φορά γενέθλια, έκλεισα τα 62. Όταν σκέφτομαι ότι έχω ζήσει τόσα χρόνια, από την μια φοβάμαι και από την άλλη νοιώθω μια ευγνωμοσύνη. Πρέπει να εστιαστώ στη ευγνωμοσύνη, γιατί ο φόβος είναι ο πατέρας πολλών κακών. Δεν θα μιλήσω λοιπόν για τον φόβο, θα μιλήσω μόνο για την ευγνωμοσύνη. Είμαι ευγνώμων, γιατί έχω ζήσει πάρα πολλά πράγματα, όλα αυτά τα χρόνια της ζωής μου. Μάζεψα άπειρες εμπειρίες, διάβασα, δούλεψα, γνώρισα πολύ ιδιαίτερους ανθρώπους, αγάπησα, ερωτεύτηκα με σφοδρότητα και αγαπήθηκα. Έχασα αγαπημένους ανθρώπους, που πέρασαν σιωπηλά στη άλλη όχθη, θρήνησα. Έζησα μέχρι τώρα μια αρκετά γεμάτη ζωή, στο περιθώριο . Χρεοκόπησα δυο-τρεις φορές και αν δεν είχα τους φίλους και την οικογένεια μου,πιθανόν να κοιμόμουν τώρα στο δρόμο. Μαγεύτηκα από το μυστήριο και ερωτεύτηκα την αλλαγή του κόσμου. Αναζήτησα τον Θεό, όχι με την επιμονή που χρειαζόταν. Ήμουν πολλές φορές βλάκας και πολύ λίγες φορές έξυπνος. Υπάρχει κάποιος λόγος να μην είμαι ευγνώμων και ευχαριστημένος, για αυτό που έχω ζήσει μέχρι τώρα ; Δεν υπάρχει . Απαντώ εντελώς καταφατικά. Είμαι ακόμα εδώ, μπορώ ακόμα να μιλάω για την ζωή μου, να παλεύω, να θυμάμαι όσους έχασα και να τιμώ με όσους είμαι ακόμα μαζί. Αν δεν αισθανόμουν ευγνώμων, απλά θα ήμουνα αχάριστος ή έστω γκρινιάρης. Έχω υπάρξει και τέτοιος, αλλά δεν το έκανα “επάγγελμα”.

Ο άνθρωπος, όσο είναι νέος δεν σκέφτεται για αυτό που είναι και για αυτό που κάνει. Ρουφάει την ζωή, αυτό έχει ανάγκη. Κάποια στιγμή, ενόσω μεγαλώνεις, έχεις ανάγκη να δώσεις μια μορφή σε ότι έχεις ζήσει. Σου δίνει κάποιο κουράγιο για να προχωρήσεις. Πιθανόν γιατί κάνεις πολύ λιγότερα από πριν. Η ζωή δεν ήταν ποτέ στο πριν, είναι πάντοτε στο τώρα. Δύσκολο μάθημα αυτό και δυστυχώς δεν το τηρούμε με επιμέλεια. Αντιθέτως. Ζούμε είτε στο παρελθόν είτε στο μέλλον. Το παρόν μας ξεφεύγει, δεν έχουμε μάθει να ζούμε μαζί του. Νομίζουμε ότι ζούμε σε αυτό, όμως τα πάντα συντελούν να το αγνοούμε.

Είναι ένα πολύ περίεργο καλοκαίρι αυτό που διανύουμε. Καθώς βρισκόμαστε στο κατώφλι ενός κόσμου, πρόκειται να αλλάξει πολλά από τον τρόπο που ζούμε, κάνουμε σαν να μην συμβαίνει, στη πραγματικότητα, τίποτα διαφορετικό. Με χαρακτηριστική άνεση, είμαστε διατεθειμένοι να παραδώσουμε τα ελάχιστα εξ όσων μας απέμειναν, στο όνομα μιας αμφισβητούμενης ασφάλειας. Η κακή τύχη, μιας εν πολλοίς κακιάς εποχής. Προσαρμοζόμαστε ή παραδινόμαστε – διαλέξτε την λέξη που σας αρέσει- στο όνομα της συνήθειας και της βολής μας. Αυτό γνωρίζουμε να το κάνουμε καλά και να το δικαιολογούμε ακόμα καλύτερα. Ο κλοιός του ζόφου, φαίνεται ότι μας αρέσει. Όταν εγκαταλείπεις ακόμα και τα βασικά, τι άλλο σου απομένει από το να γίνεις φτερό στους ανέμους της καθημερινής βαρβαρότητας ;

Μερικές φορές αισθάνομαι ότι ζω μια ζωή, στο μέσον ενός πλήθους, που ενώ χαροπαλεύει, προσποιείται, ότι είναι στο απόγειο της ζωντάνιας του.

Έδωσα λίγο θάρρος στη γκρίνια μου και σε μια μια υποβόσκουσα θλίψη και θέλουν να με παρασύρουν ξανά σε γνωστούς και περίεργους δρόμους. Όμως συνέρχομαι τάχιστα και “μιζάρω” ξανά στη ευγνωμοσύνη. Δεν θα επιτρέψω να με “πάρει” το μαύρο σύννεφο της απαισιοδοξίας. Η ζωή είναι εδώ, εμείς είμαστε εδώ και η σούστα πρέπει να κουβαλήσει την ζωή στο ατελείωτο δρόμο. Μπορεί τα άλογα να είναι κουρασμένα, όμως η ζωή δεν κουράζεται ποτέ. Αν κάποια στιγμή κουράζεται, πεθαίνει και ξανα-γεννιέται φρέσκια και πιο δυνατή.

Η ζωή είμαστε εμείς, όλοι !!!









Το Αναπάντεχο μέσα στη Ζωή.

  Ενώ όλα κυλούσαν ομαλά, σε μια αδιατάρακτη τάξη ...υπολογισμένα ...όπως τα είχε ρυθμίσει ή έτσι όπως νόμιζε ότι τα είχε ρυθμίσει … ξαφνικ...