Σελίδες

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Απολογισμοί.







We live as lost children,our adventures incomplete”
Ζούμε σαν χαμένα παιδιά, τις ανολοκλήρωτες περιπέτειες μας.”
Ουρλιαχτά προς χάριν του Σάντ” Γκυ Ντεμπόρ.


Σίγουρα δεν είδαμε “ επιθετικά σκάφη να καίγονται πέρα από τον Ωρίωνα” Ούτε “ακτίνες Γ να λάμπουν στο σκοτάδι κοντά στη Πύλη του Tannhauser”, ακόμα και οι πιο φλογερές φαντασιώσεις μας , πάντα είχαν το στίγμα μιας νοσηρής πραγματικότητας, που διάλεξε η εποχή μας για μας. Έτσι, οι περιπέτειες μας, είχαν τον στενό ορίζοντα του καταπιεσμένου, που προσπαθεί να σπάσει μόνο τις αλυσίδες, που του εγκλωβίζουν τα πόδια, αγνοώντας εκείνες που του δεσμεύουν τα χέρια ή που του κλείνουν τα βλέφαρα για να μην βλέπει τα κάγκελα που τον περιτριγυρίζουν.

Μια ιδιότυπη ορμή, που είχε την καταγωγή της, μέσα σε ιδέες για μια πιο πλούσια σε ελευθερία ζωή, που τα όρια της κανείς δεν είχε την διάθεση και την γνώση για να ορίσει, ήταν εκείνη που κινούσε τα βήματα μας. Χαμένοι, μέσα σε ένα κόσμο, που από καιρό είχε χαθεί, ανώνυμοι με δανεικά ονόματα, ψάχναμε μέσα στη νύκτα, εκείνο που φάνταζε σαν ανατολή. Ξεχωρίζαμε μέσα στα πλήθη που μας έπνιγαν, σαν οι ανόητοι μιας “εύφορης κοιλάδας”. Οι κοντινοί μας, ξέροντας ότι θα σπάσουμε πολύ σύντομα τα μούτρα μας, μας κοιτούσαν με περιέργεια και μερικές φορές με κάποια υποσυνείδητη ζήλια. Θα τους “στρώσει ο στρατός” έλεγαν ψιθυριστά μεταξύ τους . Όμως ούτε και αυτός μπόρεσε να κάνει το οτιδήποτε. Περάσαμε και δεν ακουμπήσαμε. Είμαστε τα τρελά παιδιά μιας τρελής εποχής, που ήθελε να ονειρευτεί το αδύνατο.

Ψάχναμε μέσα στα βιβλία την καταγωγή μας, διαβάζοντας όλους εκείνους που είχαν προϋπάρξει και σαν φλόγα μιας μυστικής αδελφότητας έκαιγαν τους αιώνες με τις ιδέες τους, μεταφέροντας το μήνυμα, με διαφορετικούς τρόπους . Γυναίκες και άντρες που για μας είχαν μια ηρωική διάσταση και ψελλίζαμε τα ονόματα τους με σεβασμό. Είχαμε και κάποιους που ήταν σύγχρονοι με μας, όμως πιο ταξιδεμένοι από μας.

Τα στέκια μας, οι πλατείες, τα πάρκα, ο δρόμος, ήταν μέσα στο κόσμο, αλλά ποτέ δεν μάζευαν όσους ήταν άσχετοι. Ίσως τους ξένιζαν οι μουσικές μας, τα ρούχα μας και η εμφάνιση μας. Πάντως, ποτέ δεν ήρθαν κοντά μας . Οι κουβέντες μας, είχαν ένα στοιχείο ακατανόητο για αυτούς. Μας θεωρούσαν ιδιότροπους, με εμμονές . Εξω-κοσμικούς.


Όταν έπεφτε η νύκτα, βγαίναμε στη γύρα. Αν το δούμε αντικειμενικά δεν κάναμε κάτι το ιδιαίτερο, αλλά ο έρωτας δεν έφευγε ποτέ από κοντά μας, ούτε η αναζήτηση για το περίεργο, όμως η νύκτα ήταν αγαπημένη και τις περισσότερες φορές την εξαντλούσαμε. Πολλές φορές , όταν τελείωνε αυτή η απέραντη νύκτα, άλλοι από μας πήγαιναν για ύπνο και άλλοι για δουλειά. Γιατί σχεδόν όλοι είχαμε το δικό μας σπίτι που ζούσαμε μαζί με του φίλους μας, γυναίκες και άντρες σε σχέσεις κάπως πολύπλοκες και ιδιαίτερες. Είναι δύσκολο να τις εξηγήσω.

Δεν ήταν όλα όμορφα στη περίεργη ζωή μας. Πολύ συχνά υπήρχαν προστριβές, αντιδικίες, μίση, ζήλιες και πάθη, διαφωνίες που έπαιρναν δυσανάλογη υπόσταση και που οδηγούσαν σε χωρισμούς. Εκεί ο υπόλοιπος κόσμος που αναγκαστικά κουβαλούσαμε μέσα μας , η πιο βαθιά και απροσπέλαστη αλλοτρίωση, μας έκανε να χάνουμε τον δρόμο μας και την αξιοπρέπεια μας. Αλλά και πάλι, πάντοτε πέφτεις και πάντοτε πρέπει να σηκωθείς στα πόδια σου. Είναι ένας συνεχής αγώνας για το ακατόρθωτο.

Ο χρόνος σε κείνες τις εποχές δεν έπαιζε και πολύ σημασία. Όμως τα χρόνια περνούν και οι συνθήκες αλλάζουν και μαζί τους αλλάζουμε όλοι. Ένα κουβαράκι είμαστε με τα πάντα και τότε εμείς δεν το ξέραμε καλά αυτό. Έτσι κάποιες αλλαγές, που στο υπόλοιπο κόσμο ήταν γνωστές, για μας ήταν άγνωστες. Ίσως γιατί το παρόν που διαμορφώναμε με την ορμή μας, νομίσαμε ότι θα ήταν αιώνιο. Δεν ήταν έτσι και το πήραμε αυτό το μάθημα πικρά.
Έτσι οι χώροι μας αλώθηκαν από την πρόοδο, μουσικές μας έγιναν εμπορεύματα και πουλιόντουσαν χωρίς την ψυχή τους, τα σπίτια μας όλο και πιο πολύ έχαναν τους κατοίκους τους και σιγά-σιγά μετατράπηκαν σαν τα σπίτι από όπου είχαμε ξεκινήσει την ζωή μας. Οι όμορφες ιδέες μας για τον κόσμο άρχισαν να βάζουν νερά. Κάπου εκεί ήρθαν και οι πρώτοι απρόβλεπτοι θάνατοι δικών μας προσώπων. Φίλοι μας πέθαιναν, γονείς πέθαιναν, από διάφορες ουσίες άνθρωποι μας πέθαιναν. Η ζωή, μας περίμενε στη γωνία, δείχνοντας ένα άλλο πρόσωπο. Δεν μας ενθουσίασε αυτή η πλευρά της. Μοιραίως.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά , επιβεβαιώνοντας την ρήση του “ενός κακού μύρια έπονται” εμφανίστηκε και κάτι άλλο. Από το “μην δουλεύετε ποτέ” , περάσαμε στο “δουλεύετε συνεχώς και αδιαλείπτως”. Η κοινωνία είχε εξαντλήσει την υπομονή της με την πάρτι μας και αποφάσισε να ρίξει στο τραπέζι τα βαριά της όπλα. Το σθένος φαίνεται στα δύσκολα. “Μασάει η κατσίκα ταραμά ; Μασάει και φτύνει και το κουκούτσι.”. Έτσι λοιπόν δεν μασήσαμε ούτε εκεί. Με τις απώλειες μας βέβαια για να είμαστε και ειλικρινείς. Το σύστημα ρίχνοντας το βασικό του όπλο στο αγώνα εναντίον μας, πίστευε ότι θα καθυποτάξει την αντίσταση μας. Όμως το σύστημα λαθεύει, αν πιστεύει ότι η πραγματική ανάγκη για ένα διαφορετικό κόσμο, μπορεί να καθηλώσει τους ανώνυμους αυτού του κόσμου μέσω της μισθωτής εργασίας. Αντιθέτως, βαθαίνει την κριτική εναντίον του. Όσο ο κόσμος παγώνει μέσα από την εξαθλίωση της μισθωτής εργασίας, άλλο τόσο στρατιές μισθωτών αποκτούν συνείδηση της εξαθλίωσης τους. Άρα, οι λίγοι κάποια στιγμή γίνονται πολλοί.

Το παλιό πνεύμα και οι σχέσεις που μεγαλώνουν μέσα του είναι πολύ δύσκολο να χαθούν. Μάθαμε να ζούμε και μέσα τις αλλοιώσεις που έφερναν τα χρόνια και η μερικές φορές η ελαστική μας συνείδηση, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο. Καινούργιοι όροι και καινούργιες εμβαθύνσεις πλούτισαν το λεξιλόγιο και την σκέψη. Οι αναζητήσεις έγιναν όλο και περισσότερο εσωτερικές. Η περιπέτεια στο δρόμο έχασε κάτι από την αίγλη της, ο έρωτας μπερδεύτηκε περισσότερο με την αγάπη, η ζωή μέσα στο σύστημα έγινε όλο και περισσότερο ανόητη. Ότι ανεβαίνει κάποτε θα περάσει την κάμψη του. Όμως η παλιά φλόγα ποτέ δεν χάθηκε εντελώς, με το ένα ή τον άλλο τρόπο παρέμενε ανικανοποίητη.

Τα χρόνια περνούν και κάποια στιγμή διαπιστώνεις ότι μεγάλωσες . Τα πράγματα που έχεις ζήσει μακραίνουν και γίνονται “δάκρυα μέσα στη βροχή”. Σε κάποιες τέτοιες στιγμές από κάποια γωνίτσα της ύπαρξης σου σκάει το κεφαλάκι ενός ερωτήματος : η περιπέτεια έχει τελειώσει ; Είσαι ακόμα εκείνο το “χαμένο παιδί” που έχει την ορμή να παλέψει για κείνο που πάντα λίγοι ψιθυρίζουν στη καρδιά τους ; Ή είσαι το παιδί που χάθηκε στη δίνη του κόσμου ;

Είμαστε μια στιγμή μέσα στη απέραντη αιωνιότητα. Στη πραγματικότητα δεν έχουμε τίποτα δικό μας, όλα μας δωρίζονται για κάποια διάστημα. Δεν μπορούμε πολύ συχνά να αξιολογήσουμε την αξία αυτών των δώρων. Τους συμπεριφερόμαστε σαν να είναι δικά μας. Δεν είναι όμως έτσι. Στη ουσία το μόνο που έχουμε είναι η κηλίδα που θα αφήσουμε από το πέρασμα μας και που συνίσταται σε αυτό που αισθανόμαστε σε αυτό που σκεφτήκαμε και σε εκείνο που εντέλει θα πράξουμε Σε αυτό το επίπεδο το οτιδήποτε μετράει. Τα λάθη και τα σωστά, η χαρά και ο πόνος, η αδράνεια και συμμετοχή.


Ευγνώμων μπορεί να είναι κάποια ή κάποιος που έζησε με σθένος την εποχή του. Που έκανε το καλύτερο για τον εαυτό του, τους άλλους και την κοινωνία που μέσα της έζησε. Που όταν μετρηθεί, το καλύτερο του κομμάτι δεν θα είναι έξω από την ζυγαριά, αλλά θα είναι ολόκληρος επάνω της.

Η περιπέτεια δεν σταματά ποτέ. Μπορεί να αλλάζει τα πρόσωπα της συνέχεια, μπορεί να κρύβεται κάποιες εποχές σε σκοτεινά μέρη, όμως κοσμεί με την παρουσία της τον κόσμο. Είναι  η γλαφυρο-τραγική υπενθύμιση ότι η ζωή είναι ένα αιώνιο παιγνίδι και εμείς οι παίκτες που θα δοκιμάσουν τις δυνάμεις μας μέσα της.

Μέχρι την τελευταία αναπνοή, θα είμαστε παρόντες στη περιπέτεια της ζωής, ευγνωμονώντας στο θαύμα της !!!










Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Σκέψεις επάνω στη ύπαρξη των νόμων.






Νόμος : γραπτός κανόνας δικαίου που τίθεται από μια πολιτεία και που ρυθμίζει υποχρεωτικά τις σχέσεις κάθε πολίτη με την πολιτεία αυτή και με τους άλλους πολίτες.

Προέρχεται ετυμολογικά από το νέμω που σημαίνει δίνω, μοιράζω.

Όποιος δεν σέβεται τον νόμο διαπράττει παρανομία, είναι δηλαδή παράνομος, άρα η πολιτεία μπορεί να τον δικάσει για την πράξη του και να του επιβάλλει ποινές, ανάλογες με την φύση της παρανομίας του.

Οι νόμοι διαμορφώνονται από το νομοθετικό σώμα, που γνωρίζει τα προβλήματα που παρουσιάζονται σε μια κοινωνία και απαντά σε αυτά τα προβλήματα με τους νόμους.

Στο βάθος των κοινωνικών σχέσεων, των ανθρώπων μεταξύ τους, των κρατών, των κοινοτήτων, της φύσης με το ανθρώπινο είδος, εκεί όπου τα σκοτάδια της ύπαρξης εμποδίζουν την καθαρότητα και το φως να εισχωρήσει, κρύβεται ένας υποτιμημένος “Εχθρός”. Ένας Εχθρός που το ανθρώπινο είδος έχει χρεωθεί από την αρχή τουλάχιστον της γνωστής του ύπαρξης και που περί της ουσίας και των αιτιών της ύπαρξης του, πολλές εξηγήσεις έχουν δοθεί , αλλά καμιά από αυτές δεν έχει κατορθώσει να τον καταβάλλει. Είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσεις κάτι που είναι διάχυτο παντού και όταν συμπυκνώνεται τα αποτελέσματα του είναι καταστροφικά. Γιατί ο συγκεκριμένος εχθρός έχει την δυνατότητα να μαζεύεται και να απλώνεται με χαρισματική άνεση και να αποκτά συνεχώς δικαιολογητικά για να υπάρχει. Επιπρόσθετα, μπορεί συνεχώς να πολλαπλασιάζει τα “παιδιά” του, δίνοντας τους τόσο πολύπλοκα ονόματα και ύπαρξη, που κατορθώνει να συσκοτίζει τον τόπο από όπου προέρχονται. Έτσι επιτυγχάνει να διασπά την προσοχή στη ύπαρξη του και να διασφαλίζει την διαιώνιση του. Αν πρέπει κάτι να του αναγνωριστεί είναι ότι είναι έξυπνος και δολερός.

Οι νόμοι, κάποιοι κάποτε πίστεψαν, ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον “Εχθρό”. Η σκέψη δεν ήταν εξ αρχής κακή. Ο κοινωνικός ιστός, χρειαζόταν κάποιο πλαίσιο. Ο νόμος όφειλε να εκφράσει το αντικειμενικά καλό, το οποίο αφού θα αντλούσε την δύναμη του από την αντικειμενικότητα του, θα ήταν αρεστό και κοινωνικά . Ο νόμος δηλαδή θα συνδύαζε το καλό με το όφελος της κοινωνίας. Η σαφήνεια και η ορθολογικότητα του Νόμου , θα συνέτεινε προς αυτή την κατεύθυνση. Αλλά ο Νόμος κυρίως θα έπρεπε να ήταν δίκαιος και αμερόληπτος. Η σωφρονιστική διάσταση του Νόμου δεν πρέπει να μας διαφεύγει, άρα ο Νόμος με τη ευγένεια του θα διαμόρφωνε συνειδήσεις με πρόθεση σαφώς προς το καλύτερο.

Όλα αυτά ήταν πολύ όμορφα στη θεωρητική τους κατεύθυνση και στις προθέσεις, αλλά υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει ένα μελανό σημείο. Ο Νόμος, μπορεί να ήθελε να αποτελέσει μια από τις βασικές κολώνες της κοινωνίας και να είχε και την ευγενή πρόθεση, πως θα μπορούσε όμως στη πράξη να διασφαλίσει την ακεραιότητα του και το ποσοστό καταστολής που του αναλογούσε ; Όπως γίνεται συνήθως, οι ευγενείς προθέσεις προσκρούουν με αρκετή φόρα στη πραγματικότητα της ζωής και τις περισσότερες φορές καταλήγουν στα θεραπευτικά της ιδρύματα. Επίσης ο Νόμος  είχε λάβει σοβαρά υπόψιν του τον αόρατο “Εχθρό” ;

Όλες οι μεγάλες ιδέες και τα μεγάλα έργα ανεξαρτήτου προθέσεωω,  όταν χάνουν την επαφή τους με το ζωντανό τους κομμάτι, πέφτουν σε κατάσταση αμήχανης νέκρωσης. Μπορεί να διατηρούν την αίγλη του σε κάποιο βαθμό, αλλά οι λόγοι για τους οποίους γεννήθηκαν, έχει προ πολλού παύσει να ισχύει. Χάνουν την ψυχή τους δηλαδή. Ακούω πολλούς ανθρώπους να συζητούν για ανεπίλυτα προβλήματα και τις περισσότερες φορές καταλήγουν την κουβέντα τους με μια σειρά από κλισέ εκφράσεις του στυλ: “δεν υπάρχουν νόμοι “ ή οι πιο προχωρημένοι λένε "νόμοι υπάρχουν αλλά δεν εφαρμόζονται. Είναι και κάποιοι καραμπινάτοι κρατιστές που νομίζουν ότι ευθύνεται το Κράτος, γιατί δεν μπορεί να επιβάλλει τους Νόμους. Κανείς δεν μπορεί να ζωντανέψει κάτι που εδώ και χρόνια είναι νεκρό. Επίσης κανείς δεν μπορεί να συμμορφώσει κανένα σε κάτι, που όλοι, είτε το παραδέχονται είτε όχι, δεν εμπνέει πια καμιά εμπιστοσύνη, ούτε κανένα αίσθημα δικαίου. Κατασταλτικά ο Νόμος μπορεί να διατηρεί την ισχύ του, μια ισχύ όμως που την αντλεί από τον άρχοντα που τον εποπτεύει και από το πόσο είναι ισχυρές οι δυνάμεις καταστολής του αυτού του άρχοντα. Η ουσία των νόμων και η πιθανή του δυνατότητα να διαπαιδαγωγεί το άτομο και την κοινωνία ,πρέπει να παραδεχτούμε, ότι έχουν πάει διακοπές.

Οι κοινωνικές συνθήκες και τα πολιτικά συστήματα, ουδόλως ευνόησαν τον Νόμο. Είναι αλήθεια αυτό. Θέλησαν να τον οικειοποιηθούν για να επιβάλλουν τα δικά τους “όνειρα”. Όνειρα που και αυτά με το καιρό τους θα πάνε εκεί όπου ανήκουν . Στα πολυτελή νεκροταφεία της Ιστορίας. Έτσι οι Νόμοι κατέληξαν να είναι μια όμορφη σκέψη, που ποτέ δεν πήρε αυτό που πιθανά της άξιζε μέσα στη πραγματικότητα, αν πιστέψουμε στις προθέσεις της. Δεν νομίζουμε ότι αξίζει να μιλήσουμε για τους νομοθέτες. Γιατί κάθε ιδέα έχει ανάγκη εκείνον που θα την πραγματοποιήσει. Αυτό που μπορεί να αναφερθεί μόνο για τους νομοθέτες είναι ότι ήταν πάντα μέρος του προβλήματος, αλλά όχι ένας παράγοντας που θα το έλυνε.

Χρειάζονται οι Νόμοι τελικώς ή όχι ;

Δυστυχώς, σε ένα κόσμο, που δεν έχει αρχή, μέση και ευχόμαστε να έχει τέλος, στο κόσμο που ζούμε σήμερα δηλαδή, ο νόμος, ακόμα και από τις οποιοσδήποτε ενστάσεις να έχει κανείς, ακόμα και σε περίπτωση που δεν τον είχαμε ήδη εφεύρει, έπρεπε να καταβάλλουμε προσπάθειες να τον εφεύρουμε.

Εκείνοι που δεν συμπαθούν τους νόμους και βλέπουν σε αυτούς το χέρι των ισχυρών και την κατασταλτική τους όψη, μάλλον θα εκνευριστούν με αυτή την σκέψη. Όσοι είναι  φανατικοί υποστηρικτές των νόμων θα αισθανθούν δικαιωμένοι. Αυτοί που κρατούν τις επιφυλάξεις τους, θα τραμπαλίζονται και στις δύο μεριές, περιμένοντας, που θα γείρει η πλάστιγκα. Όλοι όμως θα συμφωνήσουν ότι ό νόμος είναι ένα αναγκαίο κακό στο κόσμο που ζούμε. Μια υποβάθμιση της διευθέτησης  των διαφορών που υπάρχουν στις σχέσεις,  μέσω ενός διαιτητή, που αντλεί το κύρος του από μια ανώτατη εξουσία, που δεν μπορεί επι της ουσίας να της ασκηθεί έλεγχος. Αν αυτή εξουσία φλερτάρει όσο μπορεί με την καλή πλευρά των πραγμάτων και οι νόμοι της μπορούν να έχουν την αύρα της δικαιοσύνης. Αν όχι, οι νόμοι θα συμβάλλουν στη γενικότεροι σύγχιση.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό ; Γιατί μας μπερδεύεις τόση ώρα με ανούσιες σκέψεις ;

Από το βάθος της σκέψης μου,  ξεπήδησε η σκέψη- λυτρωτής και μου ψιθύρισε : “Πες για τον “Εχθρό”, πες κάτι για τον “Εχθρό”. Ανακουφίστηκα, όχι γιατί είχα ξεχάσει τον ¨Εχθρό”, ειλικρινά. Αλλά γιατί είχα σαστίσει, προς στιγμή, το ομολογώ από το βάρος της τελευταίας παραδοχής μου.

Δεν θα μιλήσω αναλυτικά για τον “Εχθρό”. Αρχικά, γιατί δεν τον ξέρω σε επαρκές σημείο, τουλάχιστον στο βαθμό που εμένα να με ικανοποιεί. Με κάποιο τρόπο όμως, χρόνια τώρα πάντα σε αυτόν καταλήγουν οι σκέψεις μου. Όμως, κάθε φορά που τον πλησιάζω, κάθε φορά κατορθώνει και μου ξεφεύγει, στο να τον καταλάβω, να μπορώ να τον περιγράψω και εν τέλει να μπορώ να τον εξορκίσω. Μπορώ όμως να κάνω λίγο πιο περιγραφικό και να δώσω ένα στίγμα.

Την περιοχή του ο “Εχθρός” την ονομάζει το ¨Εγώ”. Ότι υπάρχει έξω από αυτή την περιοχή, του δημιουργεί την ισχυρή εντύπωση, ότι είναι μάλλον τις περισσότερες φορές εχθρικό. Αυτή η διαπίστωση τον αναγκάζει συνεχώς να ενισχύει τις γραμμές άμυνας του . Αυτή η στάση τον οδηγεί να ζει κυρίως για το δικό του αποκλειστικά όφελος και να αγνοεί όποιο άλλο όφελος έχει οποιοσδήποτε άλλος. Όταν κάτι του απειλεί αυτό το όφελος, μπορεί να γίνει πολύ σκληρός, χωρίς να υπολογίζει τίποτα. Επειδή η εσωστρέφεια του τον ενοχλεί, με τα χρόνια απέκτησε επεκτατικές τάσεις και θεώρησε σωστό, το ωφέλιμο για εκείνον να το αναζητά και έξω από αυτόν . Έτσι, εκείνο που ακουμπά το υποδουλώνει. Κατορθώνει την στάση του να την εμφυτεύει και στα διπλανά ¨Εγώ”, που ακόμα και όταν δεν έχουν επεξεργασμένο το ίδιο ιδίωμα , τελικώς ενδίδουν . Είναι σαν καρκίνος που πολλαπλασιάζει τα κύτταρα του, ακόμα και αν καταστρέφει το σώμα που τον θρέφει . Είναι ο κρυφός αφέντης μιας κοινωνίας, που βγάζει νόμους για να  αντιμετωπίσει, αυτό που καθημερινά μολύνει στο ιστό της. Με φοβίζει, γιατί έχω δει την δύναμη του, μέσα μου !!! 


Το Αναπάντεχο μέσα στη Ζωή.

  Ενώ όλα κυλούσαν ομαλά, σε μια αδιατάρακτη τάξη ...υπολογισμένα ...όπως τα είχε ρυθμίσει ή έτσι όπως νόμιζε ότι τα είχε ρυθμίσει … ξαφνικ...