Σελίδες

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Πραγματικότητα.





Κάθομαι στο γραφειάκι μου μπροστά από μια άσπρη οθόνη. Σκέπτομαι :τι είναι η πραγματικότητα ; Η σκέψη είναι μια πολυτέλεια στη σημερινή εποχή. Κανονικά, δεν πρέπει να σκεφτόμαστε, αλλά να είμαστε σε μια διαρκή κίνηση. Αυτό είναι το κοινωνικό πρόσταγμα. Η σκέψη χρειάζεται χρόνο. Χρόνο που δεν έχουμε. Χρόνο που δεν δικαιούμαστε να έχουμε. Η σκέψη απαιτεί μια απόσταση από τη συνολική δραστηριότητα. Μια ηρεμία της ύπαρξης. Επίσης πολυτέλεια. Έχουμε παντελώς ξεχάσει τι μπορεί να σημαίνει ηρεμία. Αντιθέτως, έχουμε εθιστεί στη ένταση της ύπαρξης. Είμαστε πρεζάκια της έντασης. Μιας έντασης που εν τέλει δεν αποβαίνει προς όφελος μας. Μας καταπονεί πνευματικά και σωματικά. Μας στερεί από το δικαίωμα να απολαύσουμε το οτιδήποτε, επιδιώκοντας, συνεχώς, καινούργιους στόχους.

Θα ήταν καλό, αν αυτοί οι στόχοι, τουλάχιστον, θα μπορούσαν να μας αποδίδουν ικανοποίηση, αλλά και αυτό σπανίως συμβαίνει, επειδή τις περισσότερες φορές οι στοχεύσεις μας, είναι περισσότερο στοχεύσεις κοινωνικών παροτρύνσεων, που με κάποιο τρόπο τις έχουμε κάνει δικές μας.

Είμαστε μπλεγμένοι σε ένα δίχτυ εξαρτήσεων, που διαρκώς κάνει όλο και πιο δύσκολο να ξεχωρίσουμε αυτό που είναι πραγματικά δικό μας και αυτό που μας επιβάλλεται σαν δικό μας, ενώ δεν ανήκει σε μας. Όλη αυτή η σύγχυση απαιτεί κυρίως χρόνο και διαύγεια, για να επιλυθεί. Όμως αυτά στη σημερινή εποχή, όπως είπαμε είναι πολυτέλειες για “αργόσχολους", που έχουν λυμένα πολλά από τα προβλήματα, που κυρίως απασχολούν τους περισσότερους από μας. Έτσι και η σκέψη καθίσταται μια ενασχόληση στο περιθώριο της ύπαρξης. Επιφανειακή, στερούμενη συνεχώς ποιότητας. Δεν ισχυρίζομαι ότι η σκέψη πρέπει να ευδοκιμεί μόνο στη αδράνεια. Μια τέτοιου τύπου σκέψη, επίσης, δεν προσφέρει πολλά. Ανάμεσα στη σκέψη και στη δράση υπάρχουν πολλά στάδια, που μοιάζουν να έχουν χαθεί και μαζί τους χάνονται η ηρεμία και η ικανοποίηση.

Τι είναι η πραγματικότητα ; Μια ρευστή αποτύπωση που προσλαμβάνουν οι αισθήσεις μας, που συνεχώς μεταβάλλεται και μας εξωθεί αναγκαστικά σε μια διαρκή αναθεώρηση ; Ή μήπως είναι συμπαγές σύνολο δεδομένων, που μας καλεί να προσαρμόσουμε αυτό που είμαστε με τις επιταγές του ; Είναι κάτι ανεξάρτητο από μας, σχηματισμένο με δικούς του κανόνες ; Είναι η πραγματικότητα δυνάστης των ανθρώπων ή οι άνθρωποι την διαμορφώνουν σύμφωνα με τις βουλήσεις τους ; Υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα ;

Πολλές απαντήσεις μπορούν να δοθούν, είτε πρόχειρα είτε μετά από βαθιά σκέψη. Όλες προσδιορίζουν και τους δρόμους που θα τραβήξει κάποιος στη ζωή του, σύμφωνα με την συνέπεια του και με την ευφυΐα του.

Χρειάζεται χρόνος για να σκεφτεί ένας άνθρωπος με ποιόν τρόπο αντιμετωπίζει την πραγματικότητα. Την στιγμή μάλιστα, που ήδη είναι με όλους τους τρόπους “βουτηγμένος” μέσα της. Αν αυτός ο χρόνος του δοθεί και η βούληση του είναι τέτοια για να ασχοληθεί, ίσως να διαπιστώσει, ότι στη πραγματικότητα, ποτέ δεν έχει σοβαρά σκεφτεί αυτό το ζήτημα. Έτοιμες απαντήσεις υπήρχαν εξ αρχής . Έτσι πήρε κάποια από αυτές, την πλέον πρόσφορη και ξεκίνησε την ζωή του. Πολλές φορές κατέληξε και με αυτή, δίχως να είναι διόλου ικανοποιημένος. Είναι μεγάλο χάρισμα της πραγματικότητας να σε εγκλωβίζει με όλους τους τρόπους, στο να την αποδεχτείς δίχως σκέψη και δίχως συζήτηση. Δίχως ποτέ να αναρωτηθείς ποια είναι η γοητεία της, ούτως ώστε να χαθείς μέσα της. Να ορίσεις την ζωή σου σύμφωνα με τους νόμους της. Να ξεχνάς συνεχώς τον εαυτόν σου μέσα της. Ακόμα και όταν γίνεσαι αποδεκτός από αυτήν και επιτυγχάνεις στις απαιτήσεις της, ξεχνάς, ότι ποτέ δεν μπόρεσες να κρατήσεις μια σχετική απόσταση από αυτή για να την εξετάσεις με αντικειμενικό τρόπο. Δεν υπάρχει χρόνος ιδιωτικός μέσα στη πραγματικότητα, υπάρχει μόνο ο χρόνος που αυτή θα ορίσει, που είναι ο δικό της χρόνος, σύμφωνος με τις δικές της επιταγές.

Όσοι ξέφυγαν από την γοητεία της, έφτιαξαν αναγκαστικά μια άλλη πραγματικότητα, κοντά στα σύνορα της και λίγοι εξ αυτών ευτύχησαν να μην υποπέσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ξανά στη κυριαρχία της. Τόσο μεγάλη είναι η δύναμή της. Να μην αφήνει τίποτα ήσυχο από όσα είναι κοντά της. Στο τέλος να τα ενσωματώνει μέσα της. Να αποδέχονται την κυριαρχία της.

Μια τέτοια δύναμη θα έπρεπε, ίσως, να απαιτούσε μεγαλύτερης προσοχής και σκέψης για την ουσία της, αλλά και για την ισχύ της μέσα στις ζωές μας. Πράγμα που μάλλον δεν συμβαίνει δυστυχώς. Αντίθετα και μόνο η επίκληση του ονόματος της σήμερα καθηλώνει και τερματίζει την οποιαδήποτε συζήτηση.

“Αυτή είναι η πραγματικότητα” ακούμε συχνά να λέγεται, λες και η παραδοχή αποτελεί ερμηνεία και θέσφατο μαζί. Η πραγματικότητα είναι υπεράνω όλων.


Αυτή η μήτρα των πάντων, λοιπόν, μη μπορώντας να μείνει άτεκνη, γέννησε μια δυναμική κόρη. Την οικονομική πραγματικότητα. Γνήσιο παιδί της “μητέρας” της, με εξίσου μεγάλη ισχύ στη συλλογική συνείδηση, ήλθε για να επισκιάσει με την δυναμική της, ακόμα περισσότερο το πρόβλημα, μετατοπίζοντας το σε κάτι ακόμα πιο άμεσο και αναγκαίο. Τώρα η πραγματικότητα και η οικονομική πραγματικότητα, μπορούν να καυχώνται,  ότι θα είναι οι δυνάμεις εκείνες, που θα κυριεύσουν τα οποιαδήποτε υπολείμματα σκέψης έχουν απομείνει στον άνθρωπο. Δεν θα είναι ο άνθρωπος που θα διαμορφώνει την πραγματικότητα, αλλά η πραγματικότητα με την οικονομική πραγματικότητα που θα τον διαμορφώνει, σε οτιδήποτε θελήσουν. Ένας ευτελής μετασχηματισμός του ανθρώπου σε κάτι υποδεέστερο του υποτιθέμενου πλούτου του. Ενός πλούτου που σταδιακά θα γίνει κάτι που θα ανήκει στη σφαίρα του ονείρου.


“Αυτή είναι η πραγματικότητα” φράση που με την πάροδο του χρόνου θα εκλείψει, μια που στο μελλοντικό κόσμο, που όλα θα είναι πράγματα, δεν θα χρειάζονται αναλόγου τύπου διακρίσεις.



Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Επιστροφή στο παρελθόν.





Πολλές φορές μέσα στη ζωή, ογκώδη προβλήματα, έρχονται να κατακλύσουν την προσοχή του συνόλου της κοινωνίας, αφήνοντας λίγο χώρο σε άλλα, εξίσου σημαντικά, να αξιολογηθούν με την πρέπουσα σημασία τους. Προβλήματα όπως η οικονομία ή οι συρράξεις μεταξύ κρατών, επειδή ανήκουν στη σφαίρα των διευρυμένων κοινωνικών και πολιτικών συμφερόντων “πνίγουν” με την ακτινοβολία τους, άλλα ζωτικής σημασίας θέματα, που δεν στερούνται ούτε ενδιαφέροντος, αλλά κυρίως η υποβάθμιση τους εγκυμονεί σοβαρούς μελλοντικούς κινδύνους.

Ένα τέτοιο ζήτημα είναι η άνοδος της ακραίας δεξιάς σε πάρα πολλές περιοχές του πλανήτη. Στη Γαλλία , στη Ουγγαρία, στη Αυστρία, στη Ελλάδα, στη Ιταλία, στη Αμερική στη Βραζιλία, στις Σκανδιναβικές χώρες, αναπτύσσεται εδώ και χρόνια, μέσα και έξω από τα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού, μια επιστροφή σε ένα κίνημα ακροδεξιών κομμάτων,με όλο πιο διογκούμενη απήχηση στη βάση των κοινωνιών. Ζούμε δηλαδή μια επιστροφή στις μέρες του 1930. Μια επιστροφή στο παρελθόν.

Η ιδεολογική μήτρα όλων αυτών των κινήσεων, που λανθασμένα ευσχήμως αποκαλούνται “άκρα δεξιά”, είναι τα παλιά ναζιστικά και φασιστικά κόμματα. Από εκεί αντλούν όλο το ιδεολογικό τους περιεχόμενο,ελαφρώς μετασχηματισμένο, με σύγχρονη γλώσσα και αιτήματα. Το κυρίαρχο αίτημα τους, είναι ένας διαφορετικός κόσμος. Ένας κόσμος που θα οργανώνεται με βάση την καθαρότητα της φυλής και του αίματος, με ένα ισχυρό έθνος -κράτος, δομημένος σε μια τάξη εκτός δημοκρατικού πλαισίου, αποκλείοντας οτιδήποτε είναι διαφορετικό φυλετικά, θρησκευτικά, κοινωνικά. Η ετερότητα για αυτούς είναι πρόβλημα που απαιτεί ριζική λύση, λύση που δεν ντράπηκαν να την κάνουν πράξη στις “ένδοξες” εποχές τους.

Πρέπει να γίνει με κάθε τρόπο αντιληπτό, ότι δεν χάθηκαν ποτέ από την ιστορία. Ακόμα και μετά την ήττα τους στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξαν παντού. Στη Λατινική Αμερική, στη Ευρώπη, μπορεί με πιο χαμηλή φωνή, αλλά πάντοτε ήταν εκεί, δίπλα μας. Τροφοδότησαν με την εμπειρία τους αμέτρητες χούντες, δεν ανέστειλαν ποτέ τις ιδεολογικές εκδόσεις τους, ζούσαν άλλοτε αφανείς και άλλοτε δημόσια, υποκείμενοι στη χλεύη,που με τον καιρό και την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών, μετατράπηκε σε αυτό που βλέπουμε στη σημερινή εποχή.

Είναι τραγικό λάθος να τους υποτιμήσει κανείς ως αντιπάλους,πράγμα που δυστυχώς έχει γίνει. Αυτοί που ενστερνίζονται την θεωρία τους, είναι άκρως φανατικοί στα όσα πιστεύουν, αλλά συγχρόνως πολλοί εξ αυτών άρτια ιδεολογικά εξοπλισμένοι.

Στη πραγματικότητα δεν έχει γίνει ποτέ μια ενδελεχής αποτίμηση των θεωριών τους, αλλά κυρίως του γιατί οι θεωρίες τους βρίσκουν τέτοια απήχηση μέσα στο κοινωνικό ιστό.
Ενώ λοιπόν τους έχουμε ξανά μπροστά μας, μέσα στα κοινοβούλια μας, με τις ίδιες πρακτικές, κλείνουμε ξανά τα μάτια στη πραγματικότητα τους. Νομίζουμε ότι μπορούμε να τους εξοβελίσουμε με την κακώς εννοούμενη υπεροχή των δημοκρατιών μας ; Λάθος . Δεν κτύπησαν την πόρτα, μπήκαν από τις σοφίτες και τους βρήκαμε στο σαλόνι να πίνουν τον καφέ τους. Ένα καφέ που δυστυχώς, εμείς τους τον έχουμε προσφέρει.

Οι διαχειριστές των δημοκρατικών πολιτευμάτων, φαίνεται σαν να κάνουν τα στραβά μάτια, απέναντι σε ένα κίνδυνο που πλέον βρίσκεται μπροστά τους. Γιατί σαν παράδειγμα χρονοτριβεί τόσο πολύ η δίκη της Χρυσής Αυγής ; Γιατί εξακολουθούν να ανέχονται όλοι-μας, τάγματα εφόδου της οργάνωσης να κτυπούν μετανάστες ; Πως μπορούν να κάθονται κοντά τους στα ίδια έδρανα στη βουλή ; Πως ανέχονται να ακούν φράσεις “Μη κλείσετε την Γιαρο ,γιατί μπορεί να μας χρειαστεί στο μέλλον”. Είναι λίγο περίεργα ερωτήματα αυτά ,απλά στη βάση τους, από ότι φαίνεται αρκετά δύσκολα στη αντιμετώπιση τους.

Το βασικότερο όμως σκέλος δεν βρίσκεται σε όλα αυτά. Βρίσκεται στο γιατί ο κόσμος, εδώ εκεί και παραπέρα, φαίνεται να ενστερνίζεται τις θεωρίες τους. Του λείπει η ιστορική εμπειρία, δεν αντιλαμβάνεται την καθημερινή πρακτική και τις προτάσεις που αρθρώνουν ; Ή μήπως νομίζει ότι έχουν αλλάξει και είναι κάτι το καινούργιο; Πως συμβαίνει όλο και περισσότεροι, τους ακούμε καθημερινά, απροκάλυπτα να λένε “μια χούντα μας χρειάζεται”.Πως γίνεται λαϊκές συνοικίες με παρελθόν να στρέφονται στη Χρυσή Αυγή ;

Φταίει το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο που μας κάνει ανιστόρητους, η οικονομική κρίση, οι συμφεροντολογικές παθογένειες των πολιτικών συστημάτων μας, το ότι η φυλή , η πατρίδα, το έθνος και το να μην είμαστε gay, ακουμπάει τις καρδιές πολλών, με πολύ λάθος τρόπο ; Μάλλον φταίνε όλα αυτά και πολλά άλλα. Τι τελικά υπόσχονται αυτοί οι ¨κύριοι” που τους κάνει ελκυστικούς ;

Αν παρατηρήσει κάποιος τους λόγους τους , όλοι συντείνουν στα εξής στοιχεία: Ησυχία, Τάξη, Εργασία, Ομαλότητα. Δηλαδή με μια κουβέντα ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Οι κοινωνίες που ζούμε δεν έχουν τίποτα από όλα αυτά. Αντιθέτως, όλα είναι ζητούμενα. Το ίδιο παιχνίδι ίσως και με όρους ακόμα πιο ακραίους παιζόταν και το 1930. Ο άνθρωπος του σήμερα νοιώθει απολύτως εκτεθειμένος μέσα στις συνθήκες που ζει. Απλά φοβάται. Φοβάται για την ζωή του από την εγκληματικότητα, φοβάται μήπως δεν έχει δουλειά και πεινάσει, φοβάται τους πολέμους και την αδικία που τον περιβάλλουν, φοβάται το διαφορετικό που θα του αλλάξει την συνήθεια του, φοβάται ότι μένει γυμνός μέσα στο χώρο που είναι η χώρα του. Οτιδήποτε του υπόσχεται την ασφάλεια του σε όλα αυτά, ψευδώς ή αληθώς ,αποκτά αυτόματα πρόσβαση μέσα του, αγγίζει την ψυχή του. Τελικά δεν τον ενδιαφέρει το ιδεολογικό του πρόσημο. Τον ενδιαφέρει να νοιώσει ασφαλής και να ζήσει τα χρόνια της ζωής του. Μπορεί να μην είναι ένδοξος στόχος, αλλά είναι πραγματικός και ρεαλιστικός. Όπως είναι η εποχή του. Μην μας ξενίζει λοιπόν η άνοδος των θλιβερών αυτών τύπων, βρήκαν το αδύναμο σημείο της κοινωνίας και “τρύπωσαν”. Όσο το επίσημο σύστημα, θα είναι ανεπαρκές να λύσει με πειστικό τρόπο προβλήματα υγιούς διαβίωσης, αυτοί θα έχουν λόγο και μάλλον ο λόγος τους, όλο και πιο πολύ θα θεριεύει, αλλά μαζί του θα θεριεύουν και οι πρακτικές τους.

Βρισκόμαστε μπροστά στη άνοδο του φιδιού, την πρώτη φορά το πληρώσαμε με ένα παγκόσμιο λουτρό αίματος, ελπίζω αυτή την φορά να μην το πληρώσουμε με ένα ιδιότυπο Ολοκληρωτισμό.










Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018

Θραύσματα σκέψεων


Οι Γνωστικοί, ένα προχριστιανικής προέλευσης μυστικιστικό και φιλοσοφικό κίνημα, με τεράστια επιρροή στη εποχή του και όχι μόνο,πίστευαν, ότι ο κόσμος της ύλης, το σώμα αλλά και ο ίδιος ο πλανήτης, ήταν μια φυλακή. Μια φυλακή, που είχε κατασκευάσει μια κατώτερη και φθονερή θεότητα. Αυτό που είχε πραγματικό νόημα και αξία, ήταν μόνο το πνεύμα. Σκοπός τους ήταν να δραπετεύσουν από την ασφυκτική αυτή συνθήκη και για να το πετύχουν εφάρμοζαν μυστικές τεχνικές, που ουδέποτε έγιναν γνωστές. Διώχτηκαν ανηλεώς από Ρωμαίους και την επίσημη χριστιανική εκκλησία, αν και αρκετές από τις κοινότητες τους επέζησαν, τουλάχιστον, μέχρι το Μεσαίωνα.

Το αντίπαλο δέος τους ,οι Χριστιανοί, αντίθετα, πίστευαν και εξακολουθούν να πιστεύουν, ότι ο κόσμος είναι το πραγματωμένο βασίλειο του Θεού. Ο άνθρωπος δοκιμάζεται και ενδίδει λόγω αδυναμίας του, στο κακό. Έτσι με τον τρόπο του “μαυρίζει” αυτό που είναι τέλειο, φτιάχνοντας την προσωπική και κοινωνική του καταδίκη.

Ο Διαφωτισμός, ήρθε και έφερε ένα τέρμα στις παραπάνω μεταφυσικές θεωρήσεις του κόσμου, αναδεικνύοντας το άνθρωπο και την Λογική, σαν τον καθοριστικό παράγοντα κατασκευής του κόσμου. Ο κόσμος πια δεν ήταν το προϊόν θεών και μυστικιστικών θεωρήσεων, αλλά αποτέλεσμα συμπαντικών νόμων που μέσω των επιστημών έπρεπε να διερευνηθούν και με την αξιοποίηση τους να οργανώσουν ανάλογα και τις κοινωνίες. Ο άνθρωπος μπορούσε ο ίδιος να ορίσει την μοίρα του, μέσω μιας επιστημονικής γνώσης στέρεης και αδιαμφισβήτητης. Στηριζόμενος στα προσόντα και την εξυπνάδα των δυνάμει ισοτίμων μελών των κοινωνιών. Ανέδειξε την Δημοκρατία σαν το πολιτικό του σύστημα και έστρεψε την ροή του κόσμου, σε μια εντελώς νέα εποχή.

Ο κόσμος απομαγεύτηκε από τον πνευματικό του χαρακτήρα, έχασε τα μυστήρια του και η υλική του υπόσταση απέκτησε πρωτεύοντα ρόλο. Όλα πια είναι εξηγήσιμα ή προσπαθούν να είναι.


Οι τρεις αυτές ερμηνείες περί του κόσμου και της ύπαρξης του, μάχονται κρυφά και φανερά αιώνες τώρα. Δεν έχει σημασία αν η τελευταία φαίνεται πρακτικά να έχει κερδίσει το σύνολο σχεδόν της κοινωνίας, στη πραγματικότητα εξακολουθούν να μάχονται.
Μια που οι ερμηνείες, είναι σαν τις κορυφές του παγόβουνου, κρύβουν δηλαδή ένα τεράστιο υπόγειο βάθος ψυχικών προτιμήσεων, η διάχυση τους μέσα στο σύνολο των ανθρώπων,τις περισσότερες φορές καθιστά δύσκολο να γίνει αντιληπτό, με ποιόν τρόπο κάποιος-α προτιμά αυτή ή την άλλη. Ή πάλι, γιατί πολλές φορές δανείζεται στοιχεία και από τις τρεις. Οι γραμμές της ιστορίας χάνονται στα βάθη του χρόνου, αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων. Οι άνθρωποι φαίνεται ότι επιλέγουμε ,όχι με γνώμονα τη λογική, αλλά με γνώμονα μια βαθύτερη ψυχική δόνηση. Στη συνέχεια η λογική έρχεται για να την ερμηνεύσει. Σπανίως το κατορθώνει επαρκώς.

Το ερώτημα, λοιπόν παραμένει : Τι είναι ο κόσμος ;

Μια φυλακή, ένα βασίλειο του κακού, που δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε, τουλάχιστον με τρόπους γνωστούς και οικείους ; Η ύλη είναι η κατάρα που μας κατατρέχει ;

Ένας παράδεισος, που η ματαιοδοξία μας απειλεί να καταστρέψει ;

Ή μήπως είναι μόνο, αυτό που οι αισθήσεις μας αντιλαμβάνονται και οι προσπάθειες που κάνουμε για να τον μεταμορφώσουμε ;

Μήπως μπορεί να είναι και τα τρία μαζί και επειδή απλώς είμαστε ακόμα σε παιδική ηλικία, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τα μυστήρια του ;

Είμαστε στο κέντρο μιας υπαρξιακής δίνης και σύγκρουσης, που είτε αποστρέφουμε το βλέμμα μας γιατί μας συνθλίβει, είτε βουτάμε μέσα της και μπορούμε να χάσουμε τα πάντα.

Δεν μπορώ να απαντήσω, αν και έχω την προτίμηση μου. Το σίγουρο είναι, ότι σε όλους μας ζητιέται να τον ζήσουμε. Αυτό πρέπει να έχει κάποιο κρυφό νόημα. Αυτή η σκέψη βάζει, βέβαια, άλλα ερωτήματα, όπως φερ’ ειπείν, από ποιους μας ζητιέται και για ποιο λόγο, αλλά αυτά δεν είναι της ώρας. Ας μην είμαστε απαισιόδοξοι, ας λύσουμε τα πρώτα και πάμε και πιο βαθιά. Βήμα -βήμα που λέει και ένα φίλος και μας σπάει τα νεύρα.

Ο Κόσμος έχει μια φανερή ερμηνεία και κρυμμένα μυστικά. Την φανερή του ερμηνεία την γράφουν τα βιβλία της ιστορίας του, τα κρυμμένα μυστικά του τα ανακαλύπτουν, όσοι δεν εμπιστεύονται τις φανερές ερμηνείες του.



Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018

Τα “μυστήρια” των Αθηνών.







Michael Nash 1946



Μήνας Σεπτέμβριος. Μια εκνευριστική ζέστη προσπαθεί με νύχια και δόντια να εισβάλλει στη υποτιθέμενη αρχή του φθινοπώρου. Το κατορθώνει δυστυχώς. Ανεμιστήρες και οι ρυθμιστές του αέρα μας, δουλεύουν ακατάπαυστα. Ο καιρός είναι απέναντι μας. Δεν μας πτοεί τίποτα, όμως. Συνεχίζουμε να υπάρχουμε. Αυτοί που διέκοψαν επανήλθαν με τα μούτρα κατεβασμένα, γιατί τελείωσαν οι διακοπές τους. Είναι σαν να μην έφυγαν ποτέ. Βγήκαν στο προαύλιο του ιδρύματος και επανέρχονται στα κελιά με την δυσάρεστη αίσθηση ενός παρατεταμένου εγκλεισμού. Ένα πακέτο λογαριασμοί τους περιμένουν στη είσοδο, για να τους καλωσορίσουν στη πραγματικότητα της ζωής τους. Τα κεφάλια μέσα, αδέλφια μου, η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας, που έχει προ πολλού χάσει το νόημα του. Οι τράπεζες έχουν αναλάβει να εμπνεύσουν με πειστικό τρόπο, αυτό που στερείται ουσίας.

Α! είναι και η εργασία. Δυσεύρετη στις μέρες μας, κάνει ευτυχισμένους όσους την έχουν και δυστυχείς, όσους δεν την έχουν. Γιατί το χρηματικό καύσιμο, δίνει άλλο χρώμα σε μια φτωχή ζωή, που δεν μπορεί να αποκαταστήσει επαφή με κάτι πιο ουσιαστικά ενδιαφέρον. Όμως, δεν πειράζει. Δεν θα μας πτοήσουν τώρα, μερικά ψιλο-προβλήματα, που στη πραγματικότητα απασχολούν κάποιους ελαφρά περίεργους και δυσάρεστους τύπους, που τις ελεύθερες ώρες τους, έχουν αποφασίσει να σπάνε τα νεύρα των υπολοίπων συνανθρώπων τους , με κενές “αερολογίες”. Μήπως έχουν κάποια λύση για όσα λένε ; Σαφώς και όχι. Εδώ “ειδικοί” σε όλα τα θέματα, έχουν αποδείξει ότι ο κόσμος, μόνον έτσι μπορεί να κινηθεί: Εργασία , φράγκα και κατανάλωση. Δεν μπορεί αλλιώς. Τελειώσαμε με αυτό, το έχουμε λυμένο.

Σίγουρα ο Σεπτέμβριος είναι δύσκολος μήνας ! Αρκετά διαφορετικός από τον Μάιο, μια που ο Μάιος εκτός του ότι είναι φανερά και πέρα κάθε αμφιβολίας ανθισμένος, μεταφέρει μέσα του την προοπτική ενός εκρηκτικού καλοκαιριού. Όπως και να το κάνεις, αυτή είναι μια διαφορετική προοπτική. Καλοκαίρι, θάλασσα, μπάνιο, φλέρτ στα κοσμικά στέκια, διακοπές. Υπάρχουν βέβαια και δυσάρεστες όψεις. Μπορεί να μπει κάποια φωτιά, εδώ ή εκεί, να καεί κάποιος ή κανένα σπίτι, να έχει πολύ ζέστη. Όμως και αυτά αντιμετωπίσιμα είναι. Έχουμε αεροπλάνα να σβήσουν τις φωτιές, πολιτικές προστασίες, ικανές να διασφαλίσουν την σωτηρία μας, ωραία λόγια σε περίπτωση μιας “στραβής” να απαλύνουν τον πόνο μας. Μην είμαστε αχάριστοι.

Αυτός ο Σεπτέμβριος, όμως έχει και δώρα. Επειδή καταλαβαίνει, ότι είναι δύσκολος, ήρθε με τα δώρα του. Αρχικά, δεν έχουμε πια κρίση. Βγήκαμε από τα μνημόνια. Αυτό μπορεί να μην περιορίσει δραματικά το ύψος των λογαριασμών, ή να κάνει καλύτερη την προσωπική ζωή του καθενός, όμως σε επίπεδο μακρο-οικονονομίας, δίνει δραστικές ανάσες. Το κράτος ανακάμπτει. Μπορεί να μην το βλέπει κανείς άλλος, αλλά το βλέπει το ίδιο και αυτό είναι αρκούντως αρκετό. Κάποια στιγμή θα το δούμε και οι υπόλοιποι.

Άλλο δώρο είναι ότι μπαίνουμε σε προεκλογική περίοδο. Και μάλιστα όχι μόνο σε εθνικές εκλογές, αλλά και σε δημοτικές και για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Αυτό από μόνο του είναι φοβερό γλέντι ! Πύρινες ομιλίες πολιτευτών, θα ακούγονται σαν μουσική στα αυτιά μας. Θα χορτάσουμε υποσχέσεις για καλυτέρευση της ζωής. Θα δούμε το πάθος να ανδρώνεται από όλες τις πλευρές, με μια ποιότητα που σίγουρα θα την μνημονεύουμε για χρόνια. Οι δυσαρεστημένοι της τωρινής διακυβέρνησης, δεν θα σχίζουν πια τα ιμάτια τους για το χάλι της χώρας και να παίρνουν zanax το βράδυ για να κοιμηθούν,αλλά γιατί θα ονειρεύονται το σαφώς καλύτερο αύριο. Θα δικαιωθεί και ο Αρκά, που τα τελευταία χρόνια κατάλαβε την αδικία που περνάμε και με τα σκίτσα του, στηλίτευσε το άδικο.

Οι υποστηρικτές όσων ήδη κυβερνούν, με σθεναρή φωνή θα υποστηρίξουν τα ανεπανάληπτα έργα που έγιναν και θα εκθειάζουν το πόσο σοφά οι υπάρχοντες “πεφωτισμένοι ηγέτες” μας, οδήγησαν το πλοίο της κοινωνίας, σε ασφαλή λιμάνια. Εκείνα που ήταν, πάντως, τα καλύτερα. Να το λέμε αυτό.

Τι ευδαιμονία,θεέ μου, έχουμε να ζήσουμε πάλι !! Αυτό και μόνο αυτό, αρκεί, για να αναπτερωθούν οι ελπίδες μας. Για να αντιμετωπίσουμε ένα επερχόμενο δύσκολο χειμώνα.

Όμως υπάρχει και κάτι τελευταίο. Σαν κερασάκι στη τούρτα, έρχεται να συμπληρώσει, μια ομολογουμένως ευάερη και ευήλια προοπτική :θα αυξηθούν τα μεροκάματα και μάλλον δεν θα κοπούν άλλο οι συντάξεις. Περίπου 20 ευρώ θα αυξηθούν. Τι να πει πια κανείς ; Πως θα αντέξουμε διερωτώμαι τόση ευτυχία ; Να δω τι θα πουν τώρα, κάποιοι αιωνίως δυσαρεστημένοι. Θα καταλάβουν το λάθος τους και θα πουν μια συγγνώμη, σφάλαμε ;
Ο Σεπτέμβριος είναι δύσκολος μήνας ,το ξανάπαμε αυτό, αλλά με όλα όσα πρόκειται να συμβούν, μάλλον θα μείνει στη ιστορία σαν ο καλύτερος.

Μυρίζει ήδη Άνοιξη !!!

Καλό καλοκαίρι.





Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Πολιτική και ψέμα.
















«Η πολιτική ήταν αρχικά η τέχνη του να εμποδίζεις τους άλλους να ανακατεύονται σε ότι τους αφορά. Σε μια επόμενη φάση προστέθηκε η τέχνη του να αναγκάζεις τους άλλους να αποφασίζουν γι' αυτά που δεν καταλαβαίνουν.»
Πωλ Βαλερύ.
«Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού»
Οττο Μπίσμαρκ.


Το να διατυπώσεις την αλήθεια μιας κατάστασης, είναι αναμφισβήτητα μια δύσκολη υπόθεση. Απαιτεί ένα πνεύμα ειλικρίνειας, απεμπλοκή από συμφέροντα, είτε προσωπικά, είτε οποιοδήποτε τύπου, μεγάλη ορθότητα κρίσης, αρκετή δόση αυτοσυνείδησης, ικανότητα παραδοχής του λάθους, ανεξαρτήτου κόστους, αλλά κυρίως να πιστεύεις στη αξία της αλήθειας. Δίχως την ύπαρξη της τελευταίας, βαδίζεις σε δρόμο ολισθηρό και πολλές φορές δίχως επιστροφή στη ομαλότητα.
Τα χαρίσματα αυτά δεν τα διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι, έτσι ο κόσμος μας, είναι κατά βάση ένας κόσμος, που το ψέμα υπερτερεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό της αλήθειας. Για να μην πούμε, ότι την νικάει κατά κράτος. Την μικρογραφία αυτού του ζητήματος τη συναντάμε, πρώτα σε μας τους ίδιους καθημερινά, επειδή αντιλαμβανόμαστε, στο μέτρο που δεν είμαστε ολοκληρωτικά τυφλωμένοι, τα μικρά “ψεματάκια” που διασπείρουμε στις σχέσεις μας και πολλές φορές στους ίδιους μας τους εαυτούς. “Ψεματάκια” που ο χαρακτήρας τους ποικίλει, ανάλογα με την περίσταση και τους αποδέκτες, μερικές φορές δικαιολογημένα, τις περισσότερες φορές αδικαιολόγητα, λόγω έλλειψης σθένους, για την απόκρυψη πράξεων και στάσεων, που θα προκαλέσουν μοιραίως αναταράξεις. Συμβιβαζόμαστε σε μια αμοιβαία άτυπη κρυφή παραδοχή, στη δικαιολόγηση των μικρών αυτών ψεμάτων. Κάνουμε ότι σοκαριζόμαστε, όταν ανακαλύπτουμε τα ψέματα των άλλων σε μας, κρύβοντας το γεγονός, ότι ξέρουμε, ότι λέμε και μας λένε ψέματα . Η οργή μας τις περισσότερες φορές είναι ψευδής, μια που λειτουργούμε με αυτή την γνώση, μια που αφού το κάνουμε εμείς, ξέρουμε, ότι θα το κάνουν και οι άλλοι.
Αυτό που ίσως δεν γίνεται αντιληπτό, είναι το αποτέλεσμα όλης αυτής της κατάστασης, μέσα στις κοινωνίες που ζούμε, όπου η συνολική ανταλλαγή ψεμάτων, δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά αλλού, αλλά σε μια κοινωνία, που η αλήθεια γίνεται με το χρόνο τόσο μακρινή και δυσδιάκριτη, που καταντά ουτοπία.
Η πολιτική είναι η τέχνη του οργανωμένου κοινωνικού ψέματος. Λόγω αυτού, οι πολιτικοί δεν είναι και τα πλέον ευυπόληπτα άτομα αυτής της κοινωνίας. Αντιθέτως, επειδή οργανώνουν το ψέμα σε κοινωνική βάση, σέρνουν συνεχώς επάνω τους, την μήνιν όλων, σαν εξιλαστήρια θύματα. Ρόλο που, εν πολλοίς, έχουν οικειοποιηθεί και προσπαθούν να το αναγάγουν σε τέχνη. Οι υποτιθέμενες συγκρούσεις μεταξύ τους, δεν είναι τίποτα περισσότερο, από την εξάσκηση αυτής της τέχνης, σε συνεχώς πιο προηγμένα ύψη. Μάλιστα, επειδή βασική τους γνώση είναι , ότι το ψέμα έχει καθολική επέκταση στο βάθος της κοινωνίας, δεν έχουν και καμιά τύψη για την πράξη τους. Όταν εγκαλούνται για τα ψέματα τους, βρίσκουν πάντα τρόπο, να ανασύρουν από το οπλοστάσιο τους, την κρυφή συνενοχή της κοινωνίας στο ψέμα. Όσοι ασκούν την πολιτική, μια που είναι παιδιά της ίδιας κοινωνίας και γνωρίζουν πολύ καλά, ένα μεγάλο μέρος των ψεμάτων, που διακινούνται στη κοινωνία που ζουν, είναι , σαφώς, σε πλεονεκτική θέση, έτσι ώστε, όταν κάθεται η ανάποδη να την ισορροπούν με μαεστρία.
Η πολιτική έχει οργανική σχέση με το ψέμα και βρίσκεται σε σύγκρουση με την αλήθεια, μια που η αλήθεια, δεν μπορεί να οργανώσει ούτε κοινωνίες συμφερόντων, ούτε κοινωνίες νομής εξουσίας. Η αλήθεια μπορεί να οργανώσει κοινωνίες, που οι ποιότητες και οι αξίες, οφείλουν να είναι παρούσες και διαρκείς, σε όλο το βάθος της κοινωνίας. Η πολιτική καλείται να οργανώσει ένα κόσμο ακραίου ανταγωνισμού και βαθιάς εξατομίκευσης. Άρα θα καλέσει τους “πιστούς” της στο ναό της συνενοχής, όπου το ψέμα κυριαρχεί πίσω από τις κουρτίνες της πραγματική ζωής. Όσοι εξακολουθούν να εμπιστεύονται το δρόμο της πολιτικής, είναι σαν να παραδέχονται, ότι η ζωή δεν μπορεί να υπάρχει με βάση την αλήθεια, αλλά με βάση το ψέμα. Άρα αυτό που θα πάρουν, τελικά, θα είναι κάτι που θα είναι ψεύτικο. Θα τους συνοδεύει διαρκώς η πικρή γεύση, ότι αιωνίως είναι “ριγμένοι” στη μοιρασιά, μια που τις συνθήκες για αυτό το αποτέλεσμα, τις έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι.
Οι κόσμοι μας είναι πολύ μυστηριώδεις. Ελάχιστο από το μυστήριο που έχουν, γίνεται αντιληπτό και ακόμα λιγότερο έρχεται ποτέ στο φως. Ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια βρίσκεται πολύ κοντά μας, μέσα μας. Μια καθοριστική παράμετρος αυτού του μυστηρίου, είναι ο τρόπος που κάνουμε τις επιλογές μας. Το γιατί των επιλογών μας. Μικρές λάθος επιλογές, οδηγούν συχνά σε μεγάλες λάθος επιλογές. Αυτό το γιατί και πως των επιλογών μας, δεν διευκρινίζεται σχεδόν ποτέ. Όταν έρχονται οι μεγάλες καταστροφές, όλοι με πρώτη την πολιτική, ψάχνουμε να βρούμε τη πιο πειστική δικαιολογία, το πιο πειστικό ψέμα, που θα απαλύνει το αδιευκρίνιστο των επιλογών μας. Σε λίγο καιρό, ειδικά αν ρεύσει και λίγο χρήμα, όλα ξεχνιούνται. Στη συνέχεια ο ίδιος ατέρμονος φαύλος κύκλος .

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2018

Σκοτεινές καλοκαιρινές νύκτες.




Υπήρχε μια εποχή, κάπως μακρινή, που η Αθήνα δεν ήταν η θλιβερή πόλη που είναι σήμερα. Τα καλοκαίρια της και οι χειμώνες της διατηρούσαν ακόμα την ζωντάνια τους, την ζωντάνια που μεταδίδουν στη πόλη οι ζωντανοί άνθρωποι, που θέλουν να ζήσουν την ζωή τους, νοιώθοντας να αναπνέουν ένα σχετικά ελεύθερο αέρα, που δεν είχε ακόμα μολυνθεί από την μιζέρια και την κατήφεια. Ανθρώπων, που δεν ήταν ακόμα πνιγμένοι μέσα στα ατελείωτα χρέη και τις έγνοιες, στη έλλειψη της ελπίδας.

Μια εποχή, που είναι αλήθεια, ότι έτρεφε μέσα στους κόλπους της, τις μελλοντικές ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, αλλά βγαίνοντας από ένα σκοτεινό τούνελ, νόμιζε ότι μπορούσε να το αφήσει πίσω της και να ατενίσει για λίγο, κάτι πιο φωτεινό. Μια εποχή, που ακόμα, οι σχέσεις διατηρούσαν την αίγλη τους και δεν ήταν μιασμένες ολοσχερώς από την αδιάκοπη τρέλα της καθημερινής επιβίωσης. Μια εποχή που ήθελε να ζήσει και όχι να μαραζώσει.

Σε αυτή την εποχή, λοιπόν, οι πλατείες ήταν συνεχώς γεμάτες από κόσμο, που χαμογέλαγε και συζητούσε για την ζωή του. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις εύκολα , την μέρα από την νύκτα, μια που η ζωή ήταν διαρκώς παρούσα και οι άνθρωποι δεν ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους, έχοντας διαρκώς τον φόβο στα μάτια τους. Σίγουρα δεν ήταν η ιδανική εποχή, με τους ιδανικούς ανθρώπους, αλλά μόνο όταν έχεις δει τα χειρότερα, δεν μπορείς παρά να την νοσταλγήσεις.

Η ιστορία που θέλω να αφηγηθώ, αφορά δύο νεαρούς εκείνης της εποχής. Ήταν κολλητοί φίλοι, αυτό που λέμε αδελφικοί. Ζούσαν, αμφισβητούσαν, αντάλλασσαν τις εμπειρίες τους από τον κόσμο, για τις γυναίκες που γνώριζαν. Άνοιγαν την σκέψη τους σε διαδρομές περίεργες, αλλά συναρπαστικές. Είχαν τον κύκλο τους, που ήταν οπωσδήποτε στο ίδιο μήκος κύματος και έκαναν την μέρα νύκτα και την νύκτα μέρα. Παράλληλα δούλευαν. Η ζωή τους είχε ένταση, άλλοτε βουβή, άλλοτε ηχηρή. Ήθελαν να ρουφήξουν την εποχή τους, ήταν νέοι, μην το ξεχνάμε. Είχαν και τις διαφορές τους, όπως όλοι. Επειδή δεν ξέρουμε αν θέλουν να μαθευτεί η ιστορία τους,- δεν τους ρωτήσαμε,αν και θα έπρεπε,-ας μας συγχωρέσουν. Θα τους αναφέρουμε με ψευδώνυμα. Ήταν ο Καλβακάντι και ο Μπαλτάσαρ. Οι μικροί μας ήρωες δεν έχουν καμία σχέση με τους πραγματικούς κατόχους των ονομάτων με τα οποία τους βαφτίσαμε.
Ήταν μια καλοκαιρινή νύκτα. Πολύ ζεστή. Ο χώρος που διαδραματίζεται η ιστορία μας είναι ένα μπαρ σε μια συνοικία της Αθήνας. Μιας Αθήνας, που και εκείνο το βράδυ είναι στο δρόμο. Οι δύο φίλοι πίνουν μπύρες για να δροσιστούν. Η συζήτηση έχει ανάψει. Γιατί η μπύρα χωρίς σοβαρή συζήτηση, χάνει την γεύση της, αλλά και η συζήτηση θέλει το βοήθημα της για να έχει ρυθμό.

-Αυτό που λες δεν ισχύει, έλεγε ο Μπαλτάσαρ. Ο κόσμος, κάποια στιγμή πρέπει να αλλάξει. Τι και αν όλες οι απόπειρες μέχρι τώρα έχουν αποτύχει ; Δεν θα είναι πάντα έτσι. Μπορεί οι αντίπαλοί μας, οι ιδιοκτήτες αυτού του κόσμου, να φαίνεται ότι κατέχουν καλύτερα τα μυστικά του, όμως η κοινωνία είναι καθαρό, ότι νοσεί βαθιά. Αυτό δεν μπορεί να κρατήσει αιώνια. Το “ψέμα έχει κοντά ποδάρια” που λέει και η παροιμία, ο χρόνος του είναι μετρημένος. Άλλωστε, όλα εξαρτώνται από την στάση μας και το πόσο είμαστε διατεθειμένοι να υποστηρίξουμε όλη αυτή την ιστορία μέσα στη ζωή μας με την πράξη μας.
- Πάλι αυτή η ιστορία με την επανάσταση μέσα στη καθημερινή ζωή. Έχεις φάει χοντρό κόλλημα με αυτούς τους “περίεργους”. Σου έχουν πάρει τα μυαλά με τις θεωρίες τους, αντέταξε ο Καβαλκάντι.
- Δεν είναι θεωρίες, το ξέρεις καλά, τον διέκοψε ο Μπαλτάσαρ. Μη με ξενερώνεις!! Αφού κάνουμε πράγματα. Φύγαμε από τα σπίτια μας, ζούμε μια διαφορετική ζωή, σε σπίτια με άλλους ανθρώπους, κάνουμε ελεύθερα έρωτα, είμαστε μέρος του κινήματος. Γιατί τα υποτιμάς όλα;
- Δεν υποτιμώ τίποτα, Μπαλτάσαρ, απλώς δεν είμαι τόσο συναισθηματικά φορτισμένος, όπως είσαι εσύ. Νομίζω η φόρτιση σου σε κάνει να μην βλέπεις άλλες όψεις του κόσμου, που και αυτές είναι υπαρκτές. Η μεγάλη μάζα της κοινωνίας δεν ενδιαφέρεται για όλα αυτά. Την δουλίτσα της κοιτάει και να περνάει καλά. Ο κόσμος δεν θέλει να πριονίσει την κολώνα, που κρατάει το οικοδόμημα, που στέκεται πάνω από το κεφάλι του. Παίρνουμε τις επιθυμίες μας για πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ποτέ δεν έδωσε πολύ εμπιστοσύνη σε “τρελούς”,που ήθελαν να την αλλάξουν. Η πραγματικότητα θέλει να πατάει σταθερά και να μην ξανοίγεται σε άγνωστα νερά. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ζώο, που ξέρει, ότι θα πεθάνει. Αυτό είναι το βασικό του μέλημα. Είτε να το ξεχνάει, είτε να προσπαθεί να το αποφύγει. Σε όσα λες, βλέπει κίνδυνο και αυτός ο κίνδυνος τον παραπέμπει κατευθείαν στο φόβο του για τον θάνατο. Γιαυτό ασχολείται με τις θρησκείες και ψάχνει να βρει την άκρη του.
-Πάλι αυτή η ιστορία με το θάνατο και τις θρησκείες είπε εκνευρισμένος ο Μπαλτάσαρ. Τα χρησιμοποιείς όταν θέλεις να με ξενερώσεις. Νομίζεις ότι έτσι θα με κάνεις πιο ρεαλιστή ; Πρώτα η επανάσταση και μετά θα ασχοληθούμε με τον Θεό. Πρώτα, πρέπει να αλλάξει ο κόσμος και αφού φτιάξουμε την κοινωνία, μετά θα ασχοληθούμε με το βαθύ πνεύμα. Δεν πρέπει να υπηρετούμε άλλο , ούτε θεούς, ούτε αφέντες.

Ενώ οι δύο φίλοι λογομαχούσαν για τα θέματα που θεωρούσαν πολύ βασικά για την ζωή τους, τα γύρω τραπεζάκια έπιναν τα ποτάκια τους χαριτολογώντας και φλερτάροντας. Λίγο τους απασχολούσε το τι συζητούσαν και ίσως αν άκουγαν την συζήτηση τους , να τους απασχολούσε ακόμα λιγότερο. Μάλιστα, ίσως, και να τους κατηγορούσαν, που αντί να απολαμβάνουν την όμορφη νύκτα τους, βάραιναν τις καρδιές τους με συζητήσεις ανιαρές. Που να φανταζόταν την συνέχεια....

- Ώρες, ώρες γίνεσαι φρικτά αντιδραστικός είπε ο Μπαλτάσαρ, προσπαθώντας να συνεχίσει την αντιπαράθεση τους....
-Μην το συνεχίζεις, σε παρακαλώ, του είπε ο Καλβακάντι, απόψε βαριέμαι φρικτά, δεν έχω όρεξη για τέτοιες κουβέντες. Αρκετά με τις συζητήσεις. Πρέπει να κάνουμε κάτι το διαφορετικό.
- Τι διαφορετικό ; είπε ξενερωμένος ο Μπαλτάσαρ.
-Αν ήξερα, θα σου το έλεγα είπε ο φίλος του. Κάτι διαφορετικό. Κάτι για να “σπιντάρουμε”

Ο Μπαλτάσαρ είδε το βλέμμα του φίλου του και “τσιτώθηκε”. Το καταλάβαινε αυτό το βλέμμα, προμήνυε προβλήματα. Τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του και έμεινε σιωπηλός.

- Ένα θέμα που με απασχολεί, είπε ο Καλβακάντι, είναι τι αντοχή έχουμε στο πόνο. Όλα όσα συζητάμε, ποτέ δεν συμπεριλαμβάνουν την αντοχή στο πόνο. Σκέψου όσους βασανίσθηκαν για τις ιδέες τους. Τι τράβηξαν !! Εμείς που φιλοσοφούμε, έχουμε κάποια αντοχή, αν ποτέ για να υποστηρίξουμε τις ιδέες μας, μας βασάνιζαν ;
- Τι θέλεις δηλαδή να κάνουμε για να δοκιμάσουμε την αντοχή μας; Αυτά τα βλέπεις την στιγμή που γίνονται, όχι από πριν, είπε ο Μπαλτάσαρ.
-Μην το λες, μην το λες, απάντησε ο Καλβακάντι. Σκέφτηκα κάτι, είπε, έχοντας ένα σαρδόνιο χαμόγελο.
-Δηλαδή ; είπε ο φίλος του.
-Τι θα έλεγες, αν καίγαμε με τσιγάρο το χέρι μας ; Αντοχή στη φωτιά.

Ο Μπαλτάσαρ τον κοίταξε με βουβή ένταση. Ο φίλος του τον προκαλούσε. Θα ανταποκρινόταν στη πρόκληση ή θα έκανε πίσω ; Ο Καλβακάντι πήγαινε την αντιπαράθεση ένα βήμα πιο κάτω. Τέσταρε τον Μπαλτάσαρ, αλλά τέσταρε και τον ίδιο. Με κάποιο τρόπο προσπαθούσε να καταλάβει αν οι κουβέντες είχαν βάρος, ή ήταν λόγια του αέρα. Δεν μπορούσε να μην δεχτεί. Κάτι οι μπύρες, κάτι η τρέλα που κουβαλούσαν, κάτι ο εγωισμός των νιάτων, δέχτηκε την πρόταση του φίλου και άναψε ένα καινούργιο τσιγάρο.

Παρήγγειλαν άλλες δύο μπύρες από to γκαρσόνι. Κοιτάχτηκαν,συναινώντας βουβά. Ο Μπαλτάσαρ θα έκανε την αρχή. Έφερε την καύτρα του τσιγάρου κοντά στο χέρι του και ένοιωσε την θέρμη της φωτιάς να του καίει τις τρίχες. Ανατρίχιασε και ένοιωσε τον φόβο να κόβει βόλτες στη πλάτη του, όμως, ακούμπησε το τσιγάρο στο δέρμα του,νοιώθοντας αρχικά σαν να τον ακούμπησε πάγος. Στη συνέχεια, ήρθε ο πόνος, όχι αφόρητος, αλλά αρκετά έντονος. Κοίταξε τον Καλβακάντι με χαμόγελο ικανοποίησης ,τώρα ήταν η σειρά του.

Ο φίλος του πήρε το τσιγάρο και ακολουθώντας την ίδια διαδρομή έπραξε τα ίδια. Κοιτάχτηκαν. Η αρχή είχε γίνει. Ήρθαν οι μπύρες που είχαν παραγγείλει. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα από τα γύρω τραπέζια. Ήταν σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει. Γέμισαν τα ποτήρια τους και ρούφηξαν μια γερή γουλιά. Δεν μιλούσαν, κοιτούσαν τα μικρά σημάδια από το κάψιμο στα χέρια του με περιέργεια και σχεδόν ταυτόχρονα, σαν να είχαν συνεννοηθεί, ότι το παιχνίδι θα είχε συνέχεια, επανέλαβαν την διαδικασία με λιγότερους δισταγμούς αυτή τη φορά. Άλλο ένα κόκκινο σημάδι , δίπλα στο προηγούμενο. Ο πόνος αυτή την φορά μεγαλύτερος, δύο πόνοι σε ένα.

-Αντέχεις; ρώτησε ο Καβαλκάντι.
-Βέβαια αντέχω, απάντησε ο Μπαλτάσαρ, ήταν να μην γίνει η αρχή. Μάλιστα, σου έχω και την συνέχεια. Θα ενώσουμε τα χέρια μας και θα βάλουμε ένα τσιγάρο ανάμεσα,για να δούμε ποιος θα αντέξει περισσότερο. Γουστάρεις εντάσεις; να μια καλή !!!
- Εδώ μέσα στο κόσμο, μαλάκα, θα μας πάρουν χαμπάρι.
-Ας μας πάρουν.

Άλλος ένας γύρος μπύρες, προετοιμασία για το επόμενο επίπεδο. Εσωτερικοί δισταγμοί, ανομολόγητοι, οι καρέκλες ήρθαν στη σωστή θέση, για να μπορέσουν να είναι βολικά. Ένα φρέσκο, καινούργιο τσιγάρο άναψε, το έβαλαν εκεί που ενώνονται τα χέρια Η καύτρα άρχισε να τρώει σάρκες. Αυτή τη φορά ο πόνος ήταν οξύς και αφόρητος. Τα σώματα σφίχτηκαν για να αντέξουν τον πόνο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε ο πόνος ήταν πολύ μεγαλύτερος. Ποιος θα τραβούσε πρώτος το χέρι του ; Κανείς δεν το τράβηξε. Τι μούρλα ,θεέ μου. Πονάω,πονάμε πολύ. Το τσιγάρο ήταν σχεδόν στη μέση, όταν και δύο σαν να είχαν συνεννοηθεί τράβηξαν τα χέρια του ξεφυσώντας . Κάποιοι, από τα γύρω τραπέζια, άρχισαν να παίρνουν χαμπάρι, ότι κάτι συνέβαινε. Αδιαφόρησαν. Ένας καινούργιος γύρος μπύρες. Ανάπαυλα. Προσωρινή ανακωχή.

-Αισθάνομαι να καίω, είπε ο Μπαλτάσαρ. Σού έχω κάτι για το τέλος. Ωραία τα καψίματα στα χέρια, αλλά το χέρι είναι ανθεκτικό. Ίσως, θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα κάψιμο στο στήθος. Ο ένας στο στήθος του αλλουνού. Εκεί το δέρμα είναι πολύ ευαίσθητο. Κάτι σαν σημάδι αδελφοποίησης. Τι λες ;
-Χμ, ένευσε ο Καλβακάντι. Θα πονέσουμε πολύ, να το ξέρεις. Ποιος θα το κάνει πρώτος στον άλλον ;
- Εσύ σε μένα, είπε ο Μπαλτάσαρ, και μετά εγώ σε σένα.
-Εντάξει.

Ο Καλβακάντι άναψε ένα καινούργιο τσιγάρο. Τα μάτια του άστραψαν, πλησίασε τον φίλο του και έσβησε το τσιγάρο πάνω στο στήθος του. Το κράτησε εκεί για λίγο και κατέβασε το χέρι του. Ο πόνος πάνω στο στήθος του Μπαλτάσαρ ήταν πολύ έντονος και οξύς. Βόγκηξε. Βαθιά ανάσα για να πάρει δύναμη. Χαμογέλασε ικανοποιημένος, είχε αντέξει. Όταν πήρε το σιγάρο στο χέρι του, όμως, στάθηκε αμήχανος. Έπρεπε τώρα να προκαλέσει ο ίδιος πόνο ,όχι απλά να τον δεχτεί. Αυτό του ήταν δύσκολο,πολύ δύσκολο.

-Μήπως πρέπει να σταματήσουμε, είπε, μου είναι δύσκολο.
-Μην είσαι μαλάκας, ότι αρχίζεις να το τελειώνεις.

Ο φίλος του τον κοίταξε αγριεμένα και παραδόξως αυτό τον ξεμπλόκαρε. Οι αναστολές του για μια στιγμή χάθηκαν και ακούμπησε το τσιγάρο στο στήθος του φίλου του. Η σάρκα κάηκε, τα μάτια του Καλβακάντι έκλεισαν από τον πόνο. Η στιγμές που επακολούθησαν ήταν σιωπηλές, αλλά είχαν μια ιερότητα. Ένοιωσαν, ότι είχαν κάνει κάτι σημαντικό. Στα μάτια ενός τρίτου,πιθανά, όλο αυτό να φάνταζε σαν μια σκοτεινή τρέλα, μια τάση καταστροφής, ένας μαζοχισμός. Στα μάτια των δύο φίλων, αυτή η φάση είχε ένα νόημα ,που μόνο οι δυο τους μπορούσαν να κατανοήσουν και μάλιστα δίχως λόγια. Μια σιωπηλή κατανόηση, ένα βαθύτερο δέσιμο, με κάποιο τρόπο είχαν γίνει κάτι περισσότερο από φίλοι. Είχαν επιδιώξει να φύγουν από την ανία της στιγμής και μέσα από την πράξη τους ,είχαν οδηγηθεί σε κάτι, που τους οδήγησε σε ένα διαφορετικό δέσιμο. Ένα σημάδι στο στήθος, μνήμη μια σκοτεινής καλοκαιρινής νύκτας.

Πλήρωσαν και έφυγαν από το μπαρ. Η νύκτα δεν είχε τελειώσει ακόμα, θα είχε συνέχεια....Μια συνέχεια που δεν θα την μάθουμε τώρα, πιθανά, μια άλλη φορά.

Το πρωί, τους βρήκε δίπλα στη θάλασσα, με υψηλό πυρετό. Τα σώματα τους εξαντλημένα από την ταλαιπωρία, που τα είχαν υποβάλλει την προηγούμενη νύκτα, ζητούσαν να αποβάλλουν την φωτιά που είχε συσσωρευτεί μέσα τους. Πονούσαν, αλλά μια παράξενη ικανοποίηση, ήταν απλωμένη στα πρόσωπά τους. Δεν μιλούσαν, κοιτούσαν την θάλασσα, επαναπαυμένοι στη θαλπωρή της πυρετώδους ύπαρξη τους !!!!


Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Κάποια συμπεράσματα για την “κρίση” και το “τέλος” της.





Είναι σίγουρο, ότι από τα ευκολότερα πράγματα είναι το να κάνεις κριτική. Μάλιστα, γίνεται ευκολότερο, όταν την κάνεις από τα θεωρεία του θεάτρου. Όταν δηλαδή δεν παίρνεις ο ίδιος τις αποφάσεις, αλλά τις έχεις αφήσει στα χέρια κάποιου άλλου.

Στις σύγχρονες δημοκρατίες, οι αποφάσεις είναι στη απόλυτη δικαιοδοσία των εκλεγμένων αντιπροσώπων και του πρωθυπουργικού επιτελείου, με άρχοντα τον εκλεγμένο πρωθυπουργό. Σε αυτούς ανήκουν όλες οι αποφάσεις και όλοι οι υπόλοιποι, η ευρεία μάζα των ψηφοφόρων, παρακολουθεί από τα θεωρεία της πολιτικής ζωής, όσα αποφασίζονται στο όνομα της, αλλά ουσιαστικά, χωρίς την άμεση και ουσιαστική συμμετοχή της. Η μοναδική δυνατότητα παρέμβασης υπάρχει, μόνο, όταν υπάρχουν εκλογές. Εκεί το εκλογικό σώμα αποφασίζει αν του άρεσαν ή όχι οι εκάστοτε αποφάσεις των εκλεκτόρων του και έχει δυνατότητα συμμετοχής. Όμως και αυτή η δυνατότητα είναι ελάχιστα ουσιαστική, μια που αυτό που παρουσιάζεται στη κρίση του, είναι τόσο μονότονο και άνευ πραγματικής ουσίας, που παρατηρείται το φαινόμενο μιας όλο και πιο μεγάλης αποχής από την συμμετοχή στα κοινά. Εν ολίγοις, στριμωγμένοι ανάμεσα σε αυτό που είναι ανούσιο και σε εκείνο που είναι πολύ ανούσιο, αγκαλιάζουμε την κριτική σαν το μόνο καταφύγιο, σε μια πραγματικότητα, στη οποία δεν έχουμε κανένα έλεγχο.

Είναι, ψυχαναλυτικά, μια ορθή στάση, μια που με κάποιο τρόπο, ο άνθρωπος έχει ανάγκη κάπου να πει τον πόνο του και να ξεσπάσει. Επειδή δεν μπορεί να καταφύγει στους επαΐοντες, καταφεύγει στη κριτική, που δεν κοστίζει κιόλας, όπως οι επαΐοντες. Α! Υπάρχει και το χιούμορ. Η κριτική και το χιούμορ είναι ένας καλός συνδυασμός εκτόνωσης.

Με αυτό το πνεύμα, θα προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτό που μας συμβαίνει εδώ και μια δεκαετία.

Μεταξύ του 2009-2010 , με τρόπο ανεξήγητο για τους αδαείς, αλλά απολύτως προβλέψιμο για τους γνώστες, η ελληνική κοινωνία κατέβηκε από τον “έβδομο ουρανό” μιας υποτιθέμενης ευημερίας και προσγειώθηκε ανώμαλα μέσα στη πτώχευση. Το φάσμα των απόψεων και της σύγκρουσης ήταν ευρύ.

Κάποιοι αρνήθηκαν πεισματικά να το πιστέψουν, θεωρώντας ότι μιλάμε για κάτι παροδικό. Κάποιοι άλλοι προσπαθούσαν να το παίξουν ψύχραιμοι. Υπήρξαν και εκείνοι που κατάλαβαν, ότι η λαίλαπα που επρόκειτο να ξεσπάσει, δεν είχε να κάνει τίποτα με αυτό που είχαν ζήσει. Υπήρξαν και κάποιοι τελευταίοι, που θεώρησαν, ότι δεν μπορεί ο κόσμος θα αντιδράσει σε αυτό που ξεδιπλώνεται σαν επίθεση μέσα στη κοινωνία. Μέσα στους τελευταίους, υπήρξε και η αφεντιά μου. Όλοι, είμαστε ‘βαθιά νυχτωμένοι”.!!


Η “κρίση”  δεν ήταν καθόλου κρίση. Μια που σαν κρίση ορίζεται κάτι, που είναι παροδικό και έχει λύση με κάποιες επιδιορθώσεις, έστω και επώδυνες. Αυτό που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ήταν η στροφή σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση πραγμάτων, που θα διαρκούσε για πάρα πολλά χρόνια και μέσα της θα “έκαιγε’, σε πολλά επίπεδα, ανθρώπους, περιουσίες, ψευδαισθήσεις ελπίδες, συμμαχίες και γενικά όνειρα που ποτέ δεν έμελλαν να πραγματοποιηθούν. 

Αυτή η ψευδώς επονομαζόμενη κρίση, απλώθηκε σαν φωτιά, σε όλο τον ευρωπαϊκό νότο, χωρίζοντας την Ευρώπη σε δύο παντελώς ανισότιμα μέρη. Σε εύπορους βόρειους και φτωχούς νότιους. Σε εκείνους στον εύπορο βορρά που υποτίθεται ότι τα έκαναν όλα σωστά, ήταν συνετοί και φρόνιμοι και στους άστατους, σπάταλους και απείθαρχους νότιους, που τα έκαναν όλα λάθος. Τίποτα, από όλα αυτά δεν ήταν η πραγματική αλήθεια και τώρα πια το γνωρίζουμε με επαρκή βεβαιότητα.

Η ετερόκλητη  διαχείριση των κρατών του Ευρωπαϊκού μορφώματος, έπρεπε να συμμαζέψει την διάχυση του. Υπήραν προβλήματα στα επιτελεία των διοικούντων, γεωπολιτικά, οικονομικά, ανταγωνισμών. Αυτό είχε σαν πρώτο στόχο, στο ότι έπρεπε να γίνει σε όλους σαφές ,ποιος είχε το πάνω χέρι  και σε ποια κατεύθυνση  θα κινούσε την  πολιτική σκέψη της Ευρώπης. Επειδή όταν μιλάμε για σύγχρονη  πολιτική σκέψη, μιλάμε κυρίως για οικονομία,  έπρεπε όλο το οικονομικό μοντέλο να σφίξει, εκεί που ήταν χαλαρό, δηλαδή κυρίως στις νότιες περιοχές της Ευρώπης. Στις περιοχές εκείνες, που δεν είχαν ακόμα κατανοήσει σε "βάθος" το τι σημαίνει καπιταλιστική ανάπτυξη  και ανταγωνισμός και πως πραγματώνεται μέσα σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Για να γίνει εμφανές αυτό το πρώτο επίπεδο, έπρεπε να πάρει  σοκαριστική μορφή, που να μην άφηνε περιθώρια αμφιβολιών. Έτσι λοιπόν, έγινε αμέσως ευκρινής η ηγεμονία της Γερμανίας  στη Ευρώπη- τίποτα δεν θα γινόταν αν αυτή δεν είχε τον τελευταίο λόγο- σε όσους δεν την είχαν καταλάβει, αλλά επίσης  αυτό συνοδεύτηκε  από την άρση όλων των προνομίων, που οι κοινωνίες του νότου είχαν κατοχυρώσει, με το άλλοθι των χρεών που αυτές είχαν. Συνθήκες εργασίας, οικονομικές απολαβές, κοινωνικές παροχές, εξατμίστηκαν  μέσα στη διαλαλούμενη  από όλες τις μεριές  κατεύθυνση της προοπτικής της ανάπτυξης και του σκληρού ανταγωνισμού. Το πνεύμα αυτής της ιστορίας ήταν σαφές: δεν συμμετέχετε ενεργά στο πλάνο και έχετε προβλήματα,  δεν θα έχετε κανένα  προνόμιο δεδομένο. Το χρέος σαν αμαρτία, η προτεσταντική σκέψη στο απώγειο της.

Αφού πέτυχαν να ενοχοποιήσουν όλους  μέσα από την σκέψη τους, στη συνέχεια έπρεπε να καθυποτάξουν και όλους  στη πρακτική τους. Οι κοινωνίες του νότου και αποδέχτηκαν  και συμβιβάστηκαν. Η παντελής απουσία πολιτικού οράματος και σκέψης από την μεριά των κοινωνιών συνέβαλε δραστικά σε αυτό. Όσο πιο εύκολα γινόταν η προσαρμογή ,τόσο ποιο καλό παιδί ήσουν. Μόνο που τώρα πια ξημέρωνες σε μια άλλη πραγματικότητα. Σε μια φτωχή από όλες τις πλευρές πραγματικότητα.

Οι κοινωνικοί, οικονομικοί και πολιτικοί μετασχηματισμοί μέσα στις κοινωνίες είναι προνόμιο των αρχόντων της κοινωνίας που με χαρισματική άνεση, μπορούν να διαμορφώνουν σχέδια και αλλαγές, που πάντοτε τείνουν στη καλύτερη ευημερία τους. Τα σχέδια τους καλά μελετημένα, κάνουν χρόνια για να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο και πάλι όχι ολοκληρωτικά. Η αποσύνθεση μιας κοινωνίας, ούτως ώστε να μην υπάρχει ενότητα αλλά διαίρεση, η υφαρπαγή περιουσιών και ιδιοκτησίας για να αισθάνεσαι κάποιος έκθετος και να μετατρέπεται σε μισθωτό, αλλά και η υποβάθμιση του πολιτικού σκηνικού, είναι οι καλύτεροι τρόποι για να διαλύσεις, προς όφελος σου κράτη και κοινωνίες. Ο καπιταλισμός είναι ένα σκληρό σύστημα, που η βασική του αρχή είναι ότι ο δυνατότερος πάντοτε οφείλει να υπερισχύσει σε βάρος του αδυνάτου. Στη τελική, όλα είναι ένα παιχνίδι εξουσίας και δύναμης και οι άρχοντες αυτού του κόσμου, ξέρουν να το παίζουν πολύ καλά.


Μια από τις πλέον κυρίαρχες ψευδαισθήσεις σε αυτή την δεκαετία, ήταν ότι ο ελληνικός λαός, είναι από τους πλέον απείθαρχους και ατίθασους λαούς της Ευρώπης, άρα θα ήταν αρκετά δύσκολο να τον καθυποτάξεις. Στη πράξη αυτό αναιρέθηκε δραματικά και περίτρανα. Αντίθετα φάνηκε, ότι αυτό που θα ήταν δύσκολο, ήταν εύκολα διαχειρίσιμο. Η αντίσταση της κοινωνίας σε αυτά τα δέκα χρόνια, αν εξαιρέσουμε τα δύο πρώτα χρόνια, ήταν και είναι υποτυπώδης. Στη πραγματικότητα, προσαρμόστηκε αρκετά εύκολα στα καινούργια δεδομένα, επιδεικνύοντας μια μεγάλη έφεση σε μια ανούσια γκρίνια, αλλά καταπίνοντας αμάσητες όλες τις “παπαριές” που κατά καιρούς της σέρβιραν. Η κοινωνία έδειξε μεγάλο "σθένος" στα χρόνια της "κρίσης" να ψηφίζει όλους εκείνους, που την είχαν φέρει τα προηγούμενα χρόνια, σε αυτό το χάλι. Είμαστε υπόλογοι ως κοινωνία για την υποχωρητικότητα μας.

Η ακαδημαϊκή αριστερά, που σαν λυτρωτής εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο και πλέον κυβερνά, ελάχιστα προσέφερε από όσα υποσχέθηκε, αντιθέτως, κατόρθωσε να κάνει ακριβώς, όσα ισχυρίζονταν ότι δεν πίστευε. Με αυτόν τον τρόπο έδωσε το τελειωτικό κτύπημα στις οποιεσδήποτε φρούδες ή μη ελπίδες, για κάτι το διαφορετικό..

Η καινούργια πραγματικότητα στη κυριολεξία ξεφτίλισε το πολιτικό προσωπικό της χώρας, που ένοχο για παρελθούσες ανομίες του, βιάστηκε να συμβιβαστεί μέσα σε μια νύκτα, φοβούμενο να μην περάσει τις υπόλοιπες νύκτες του στις φυλακές, πληρώνοντας τα αίσχη του. Απλά μετατόπισε τα βάρη των πολιτικών και οικονομικών ευθυνών του, μια που αυτό διοικούσε την χώρα τα προηγούμενα χρόνια πριν την πτώχευση, σε όλη την κοινωνία, καθιστώντας την υπόδουλη για τον υπόλοιπο αιώνα.

Τώρα έρχονται και μας λένε, ότι η κρίση τελείωσε, βγήκαμε από την επιτήρηση και τα μνημόνια, ο πρωθυπουργός μας φόρεσε επιτέλους γραβάτα και ότι μια νέα μέρα ξημερώνει για όλους μας. Αυτό που αποφεύγουν να μας πουν, είναι σε ποια πραγματικότητα έχουμε ξυπνήσει, αλλά και πάλι γιατί να μας το πουν, μήπως θα γίνει κάτι ; Δεν θα κάνουμε ξανά "γαργάρα" αυτήν την καινούργια(που είναι και παλιά) πραγματικότητα ; Τώρα πια έχουμε μάθει να μην μας πειράζει τίποτα, το ξέρουμε το “ποίημα” και μπορούμε να το λέμε και μόνοι μας απέξω και χωρίς να κομπιάζουμε.

Φτάσαμε στο τέλος μιας εξαντλητικής συνεδρίας ψυχοθεραπείας. Τα είπα και ξελάφρωσα και αμαρτία δεν έχω. Ότι έχει απομείνει ή ξέχασα, ας τα κρύψει το σκοτάδι !!!!








Το Αναπάντεχο μέσα στη Ζωή.

  Ενώ όλα κυλούσαν ομαλά, σε μια αδιατάρακτη τάξη ...υπολογισμένα ...όπως τα είχε ρυθμίσει ή έτσι όπως νόμιζε ότι τα είχε ρυθμίσει … ξαφνικ...